μεταπολίτευση, η  

(auch: Μεταπολίτευση, η)


1. Bedeutung allgemein:

πολύ σοβαρή πολιτική μεταβολή και ιδίως αλλαγή του πολιτεύματος σε μια χώρα  [ΛΚΝ]


2. Zur Verwendung des Begriffs speziell in Zusammenhang mit dem Übergang von der Militärdiktatur zur Demokratie in Griechenland 1974:

a) vgl. folgenden Passus im Artikel über Konstantinos Karamanlis in der deutschen Wikipedia:

"In seiner Amtszeit [als Premierminister] von 1974 bis 1980 gelang ihm [= Karamanlis]

der Übergang von der Militärdiktatur zur Demokratie, die "politische Wende" (griechisch μεταπολίτευση – "Metapolitefsi"), was ihm große internationale Anerkennung einbrach­te."

b) Es handelt sich

- um ~die Rückkehr zur Demokratie nach dem Ende der griechi­schen Militärdikatur 1974 [zeitpunktbezogen auf das Jahr 1974] – vgl. etwa:

• μετά τη μεταπολίτευση του 1974

• Δίσκος που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1975, σχεδόν ενάμισι χρόνο μετά τη μεταπολίτευση και ακριβώς την εποχή που το ρεμπέτικο τραγούδι είχε αρχίσει να επανέρχεται σε πρώτο πλάνο.

• Το 1977 ήδη έχουν περάσει τρία χρόνια από τη μεταπολίτευση και τα πράγματα έχουν ηρεμήσει (φαινομενικά τουλάχιστον) στην Ελλάδα, [...]

• Η πτώση της δικτατορίας μετρά μόλις λίγους μήνες την εποχή που εκδίδεται η πρώτη δισκογραφική δουλειά του Σταύρου Ξαρχάκου μετά τη μεταπολίτευση (Δεκέμβριος 1974). [Anm.: gemeint der Liederzyklus "Νυν και αεί"]

bzw.

- um ~die Zeit (die Monate bzw. Jahre) nach dem Ende der griechischen Militär­diktatur im Jahre 1974 [zeitraumbezogen] – vgl. etwa:

• Οι πρώτοι μήνες της μεταπολίτευσης βρίσκουν όλη την Ελλάδα να τρέχει στα γήπεδα και στα θέατρα για να ακούσει "τα τραγούδια της λευτεριάς" έπειτα από επτά χρόνια στο σκοτάδι.


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΕΣΑ...μέσα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μέσα σε 3.1. μέσα μου (σου / του / ...) [bzw.] 3.2. από μέσα μου (σου / του / ...) 4. μέσα από 5. από μέσα 6....
  • ΜΕΣΗ, η...μέση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Mitte b) die Taille 2. αφήνω στη μέση: • Άννα, σε παρακαλώ, μην αφήνεις τα βιβλία στη μέση. Βάλ’ τα αμέσως στη βιβλιοθήκη,...
  • ΜΕΣΟΛΑΒΩ...μεσολαβώ (-είς) • Δύσκολο να μαντεύσουν τι προηγήθηκε, τι μεσολάβησε. ° Es war schwer [für sie] zu erraten, was vorausgegangen und was inzwischen geschehen war....
  • ΜΕΤΑ...μετά 1.1. Grundbedeutungen: a) [Präposition]: nach b) [Adverb]: danach, nachher 1.2. μετά oder μετά από (als Präposition)?:...
  • ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ, η...μετακίνηση, η (verwendet oft auch im Plural: οι μετακινήσεις) 1) die Fortbewegung: • Παρ’ ότι αρκετά μοναστήρια χρησιμοποιούν τα τελευταία χρόνια τζιπ,...
  • ΜΕΤΑΚΙΝΟΥΜΑΙ...μετακινούμαι = [u.a.] rücken ...
  • ΜΕΤΑΛΛΙΟ, το...μετάλλιο, το = die Medaille [Anm.: vgl.: το μέταλλο = das Metall] ...
  • ΜΕΤΑΛΛΟ, το...μέταλλο, το = das Metall [Anm.: vgl.: το μετάλλιο = die Medaille] ...
  • ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ, το...μεταναστευτικό, το = die Migrationsproblematik [GF+DF aus: Πέτρος Μάρκαρης προς Θόδωρο Αγγελόπουλο] ...
  • ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ...μετανιώνω (auch: μετανοιώνω) a) bereuen b) es sich anders überlegen / [vom ursprünglichen Vorhaben] (wieder) abkommen: • Στο τέλος Ιουλίου,...
Nachher:
  • ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...μεταπτυχιακός, -ή, -ό s. unter προπτυχιακός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΤΕΡΙΖΙ, το...μετερίζι, το = das Bollwerk / die Bastion [Pons online] :...
  • ΜΕΤΕΡΧΟΜΑΙ...μετέρχομαι 1) ausüben (επάγγελμα) 2) anwenden (χρησιμο­ποιώ, εφαρμόζω) [Pons online] ...
  • ΜΕΤΟΙΚΟΣ, ο...μέτοικος, ο Όλοι οι ξένοι που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην [αρχαία] Αθήνα σαν τραπεζίτες, έμποροι, βιομήχανοι κ.λπ. λέγονταν μέτοικοι....
  • ΜΕΤΡΟ, το (Ι) (= μέτρο, το)...μέτρο, το [Anm.: το μέτρο ist zu unterscheiden von: το μετρό!] 1. Grundbedeutungen: a) das Maß b) die Maßnahme c) der Meter 2. zur Deklination bei Maßangaben:...
  • ΜΕΤΡΟ, το (ΙΙ) (= μετρό, το)...μετρό, το [Anm.: το μετρό ist zu unterscheiden von: το μέτρο!] = die U-Bahn ...
  • ΜΕΤΡΩ...μετρώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) messen b) zählen 2. Spezialbedeutung: "μετρώ" hat zuweilen wohl nicht so sehr die Bedeutung des tatsächlichen Zählens (bzw....
  • ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ, η...μετωνυμία, η - σχήμα λόγου, κατά το οποίο αντί για τη λέξη που απαιτείται χρησιμοποιείται άλλη, με την οποία υπάρχει στενή σχέση, π.χ. "στέγη" αντί "σπίτι",...
  • ΜΕΧΡΙ...μέχρι 1. Zur Unterscheidung von μέχρι που einerseits und μέχρι να (bzw. bei Καρζής: μέχρι που να) andererseits: Μπαμπινιώτης, S 1101: μέχρι που: μέχρι να:...