μετά


1.1. Grundbedeutungen:

a) [Präposition]: nach

b) [Adverb]: danach, nachher


1.2. μετά oder μετά από (als Präposition)?:

nur vor einem Fürwort steht "μετά από" – z.B.:

• μετά τρία εξάμηνα διέκοψα τις σπουδές  °  nach drei Semestern habe ich das Studium abgebrochen

• μετά το δυστύχημα  °  nach dem Unfall

• μετά από μας  °  nach uns *

• μετά από κείνον και τη μητέρα του  °  nach ihm und seiner Mutter *

       *["μετά από", da ein Fürwort nachfolgt]


2. zur richtigen Verwendung:

μετά steht als Präposition

- vor einem Zahlwort oder 

- vor einem Nomen (Adjektiv bzw. Sub­stantiv) mit voran­gehendem Artikel oder 

- vor einem Fürwort (dann: μετά από).

Folgt ein Nomen ohne voran­gehen­den Artikel, darf nicht μετά verwendet werden, sondern es muss auf "ύστερα από" bzw. "έπειτα από" zurückgegriffen werden (zB.: ύστερα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις = nach langjährigen Verhandlungen)

[Quellenangabe s. unter dem Stichwort nach (Z 1)]


3. Sonderbedeutungen von μετά (als Präposition):

a) in der Katharevousa:  μετά + Gen.  °  μαζί με

[s. Παπαζαφείρη 2, S. 62]

b) vgl. weiters die Bedeutung με / μαζί με in folgenden Beispielen:

    μετά μένα / μετά σένα / κεφτέδες μετά πολλή σάλτσα

[ΛΔΑ, σ. 22]


4. μετά που:

[Anm.: μετά hat hier die Funktion einer temporalen Konjunktion – s. ΛΚΝ (Stichwort "μετά 3")]

=  nachdem:

• Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ’ την κηδεία του, [...]  °  Nachdem sie, tief betrübt, von seinem Begräbnis heimgekehrt war, […]   [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka / που = ποὺ (also mit Gravis)]

• μετά που έφυγες μου τηλεφώνησε (= αφού έφυγες)   [ΛΚΝ (incl. der Erläuterung in Klammer)]

• Ήρθε μετά που έφυγες[.] (= αφού έφυγες)   [ΛΚΝ (incl. der Erläuterung in Klammer)]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΕΡΑ, η...μέρα, η (bzw. ημέρα, η) 1. μέρα με τη μέρα [bzw.] μέρα με την ημέρα: a) von Tag zu Tag [etc.] [iS von: mit jedem Tag zunehmend]: • [...],...
  • ΜΕΡΑΚΙ, το...μεράκι, το • Αν έχεις μεράκι για γράμματα, πήγαινε και φέτος. ° Wenn dein Herz es begehrt, das Ler­nen, dann geh auch dieses Jahr hin. [sc.:...
  • ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ο...μερακλής, ο • μερακλής άνθρωπος ° [ein] prachtvoller Mensch // [ein] toller Kerl [war der Verstor­be­ne] [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...
  • ΜΕΡΙΑ, η...μεριά, η 1. Konstruktionen von μεριά mit der Präposition από: a) allgemein: • Πήγαινα από τη δεξιά μεριά του δρόμου για να μη μου ξεφύγει καμιά πινακίδα....
  • ΜΕΡΙΚΟΣ, -ή, -ό...μερικός, -ή, -ό • Τέτοιες οικογένειες δεν υπήρχαν πολλές σ’ εκείνο το μέρος, πάντως υπήρχαν μερικές. Solche Familien waren im Ort zwar nicht zahlreich,...
  • ΜΕΡΟΝΥΧΤΟ, το...μερόνυχτο, το • Πέντε μερόνυχτα η διαδρομή Σμύρνη – Άγκυρα. ° Fünf Tage und Nächte dauerte die Fahrt Smyrna – Ankara. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΜΕΡΟΣ, το...μέρος, το 1. Grundbedeutungen: a) der Teil b) die Seite c) [räumlich-geographisch]: der Ort, der Platz [etc.]:...
  • ΜΕΣΑ...μέσα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μέσα σε 3.1. μέσα μου (σου / του / ...) [bzw.] 3.2. από μέσα μου (σου / του / ...) 4. μέσα από 5. από μέσα 6....
  • ΜΕΣΗ, η...μέση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Mitte b) die Taille 2. αφήνω στη μέση: • Άννα, σε παρακαλώ, μην αφήνεις τα βιβλία στη μέση. Βάλ’ τα αμέσως στη βιβλιοθήκη,...
  • ΜΕΣΟΛΑΒΩ...μεσολαβώ (-είς) • Δύσκολο να μαντεύσουν τι προηγήθηκε, τι μεσολάβησε. ° Es war schwer [für sie] zu erraten, was vorausgegangen und was inzwischen geschehen war....
Nachher:
  • ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ, η...μετακίνηση, η (verwendet oft auch im Plural: οι μετακινήσεις) 1) die Fortbewegung: • Παρ’ ότι αρκετά μοναστήρια χρησιμοποιούν τα τελευταία χρόνια τζιπ,...
  • ΜΕΤΑΚΙΝΟΥΜΑΙ...μετακινούμαι = [u.a.] rücken ...
  • ΜΕΤΑΛΛΙΟ, το...μετάλλιο, το = die Medaille [Anm.: vgl.: το μέταλλο = das Metall] ...
  • ΜΕΤΑΛΛΟ, το...μέταλλο, το = das Metall [Anm.: vgl.: το μετάλλιο = die Medaille] ...
  • ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ, το...μεταναστευτικό, το = die Migrationsproblematik [GF+DF aus: Πέτρος Μάρκαρης προς Θόδωρο Αγγελόπουλο] ...
  • ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ...μετανιώνω (auch: μετανοιώνω) a) bereuen b) es sich anders überlegen / [vom ursprünglichen Vorhaben] (wieder) abkommen: • Στο τέλος Ιουλίου,...
  • ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, η...μεταπολίτευση, η (auch: Μεταπολίτευση, η) 1. Bedeutung allgemein: πολύ σοβαρή πολιτική μεταβολή και ιδίως αλλαγή του πολιτεύματος σε μια χώρα [ΛΚΝ] 2....
  • ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ, -ή, -ό...μεταπτυχιακός, -ή, -ό s. unter προπτυχιακός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΤΕΡΙΖΙ, το...μετερίζι, το = das Bollwerk / die Bastion [Pons online] :...