μέρα, η  (bzw. ημέρα, η)


1. μέρα με τη μέρα [bzw.] μέρα με την ημέρα:

a) von Tag zu Tag [etc.] [iS von: mit jedem Tag zunehmend]:

• [...], και μέρα με τη μέρα γίνονταν όλο και πιο οκνηρά.

[...] und [sie (= die Krähen / τα κοράκια)] wurden von Tag zu Tag fauler.    

[DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

• [...], και τα νεύρα της Φεβρωνίας έσπαζαν μέρα με την ημέρα, δεν άντεχε καμώματα ούτε από μικρούς ούτε από μεγάλους.

[…], und Fewronías Nerven wurden von Tag zu Tag dünner, sie konnte solche Witze [iS von: Spielchen / (üble) Scherze] weder von Kleinen noch von Erwachsenen ertragen.    [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Νιώθω μέρα με τη μέρα πιο δυνατή τη σώψυχη ανάγκη να [...]

Jeden Tag spüre ich stärkeres [see­lisches] Verlan­gen, […] zu […]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• αυτή ξέπεφτε μέρα με την ημέρα

sie selber [Fewronía] verfiel immer mehr

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


b) Tag für Tag [etc.] [iS von: (regelmäßig) jeden Tag]:

• Μέρα με την ημέρα η Κάτσι έβλεπε τα φύλλα των δέντρων να πέφτουν μέχρι που όλα έμειναν γυμνά.

Tag für Tag sah Katzi [Patientin in einem Sanatorium] den Blättern beim Fallen zu, so lange, bis alle Bäume kahl waren.  

[DF+GF aus: Menasse: Vienna]

• Από τότε που πέθανε η μικρή Ιουλία, άλλη μια εγγονή του, σ’ αυτήν την ασχολία καταστάλαζε μέρα με την ημέρα.

Seit die kleine Ioulía, eine [weitere] seiner Enkelin­nen, gestorben war, verging kein Tag, an dem er sich nicht dieser Beschäf­ti­gung [sc. Bastelarbeiten] hingegeben hätte.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


2. μέρες και μέρες  °  tagelang:

• ταξιδεύουν για μέρες και μέρες για να βρουν τροφή και νερό  °  sie [die Elefanten­herden] ziehen tagelang weiter, um [in der Wüste] Wasser und Nahrung [GF: Nahrung und Wasser] zu finden  [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


3. μέρα παρά μέρα: s. unter παρά 

4. άσπρη μέρα: s. unter άσπρος, -η, -ο  

5. γύφτισσα μέρα: s. unter γύφτισσα, η

6. περνώ τη μέρα μου: s. unter περνώ (Z 5)

7. πλήρης ημερών: s. unter πλήρης, -ης, -ες 


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΕΛΑΨΟΣ, -ή, -ό...μελαψός, -ή, -ό s. μελαμψός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΛΕΙ...μέλει • Για τον εαυτό της δεν την έμελε· την έμελε μόνο για τα παιδιά. ° Um sich selbst mach­te sie sich keine Sorgen [sc.: es kümmerte sie nicht,...
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΚΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλακτος, -η, -ο s. μελιστάλαχτος, -η, -ο ...
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΧΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλαχτος, -η, -ο (bzw. μελιστάλακτος, -η, -ο *) *[Anm.: Schreibweise bei ΛΚΝ verzeichnet, nicht aber bei ΛΜΠ] • "[...]", ζητούσε να μάθει μελιστάλαχτα ° "[....
  • ΜΕΜΙΑΣ...μεμιάς • Και ξάφνου αποδεικνύεται μεμιάς ότι όλα ήταν λάθος. ° Und plötzlich stellt sich mit einem Mal (schlagartig / ~über Nacht) heraus, dass alles falsch war....
  • ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μεμονωμένος, -η, -ο = vereinzelt / Einzel- / einmalig [iS von: kein weiteres Mal] ...
  • ΜΕΝ...μεν ναι μεν ° (es stimmt) zwar [BSe s. unter ναι ] ...
  • ΜΕΝΟΥ, το...μενού, το 1) das Menü 2) die Speisekarte [synonym: ο κατάλογος (φαγητών)] [bzw. (iS von Z 2)]:...
  • ΜΕΝΤΙΟΥΜ, το...μέντιουμ, το (Pl.: τα μέντιουμ) = das "Medium" [das Karten legt, hypnotisiert etc.] ...
  • ΜΕΝΩ...μένω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. [Spezialbedeutung]: sein [bzw.] werden 3. [Spezialbedeutung]: daliegen [bzw.] dasitzen [bzw.] dastehen [bzw....
Nachher:
  • ΜΕΡΑΚΙ, το...μεράκι, το • Αν έχεις μεράκι για γράμματα, πήγαινε και φέτος. ° Wenn dein Herz es begehrt, das Ler­nen, dann geh auch dieses Jahr hin. [sc.:...
  • ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ο...μερακλής, ο • μερακλής άνθρωπος ° [ein] prachtvoller Mensch // [ein] toller Kerl [war der Verstor­be­ne] [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης:...
  • ΜΕΡΙΑ, η...μεριά, η 1. Konstruktionen von μεριά mit der Präposition από: a) allgemein: • Πήγαινα από τη δεξιά μεριά του δρόμου για να μη μου ξεφύγει καμιά πινακίδα....
  • ΜΕΡΙΚΟΣ, -ή, -ό...μερικός, -ή, -ό • Τέτοιες οικογένειες δεν υπήρχαν πολλές σ’ εκείνο το μέρος, πάντως υπήρχαν μερικές. Solche Familien waren im Ort zwar nicht zahlreich,...
  • ΜΕΡΟΝΥΧΤΟ, το...μερόνυχτο, το • Πέντε μερόνυχτα η διαδρομή Σμύρνη – Άγκυρα. ° Fünf Tage und Nächte dauerte die Fahrt Smyrna – Ankara. [GF+DF aus: Σωτηρίου:...
  • ΜΕΡΟΣ, το...μέρος, το 1. Grundbedeutungen: a) der Teil b) die Seite c) [räumlich-geographisch]: der Ort, der Platz [etc.]:...
  • ΜΕΣΑ...μέσα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. μέσα σε 3.1. μέσα μου (σου / του / ...) [bzw.] 3.2. από μέσα μου (σου / του / ...) 4. μέσα από 5. από μέσα 6....
  • ΜΕΣΗ, η...μέση, η 1. Grundbedeutungen: a) die Mitte b) die Taille 2. αφήνω στη μέση: • Άννα, σε παρακαλώ, μην αφήνεις τα βιβλία στη μέση. Βάλ’ τα αμέσως στη βιβλιοθήκη,...
  • ΜΕΣΟΛΑΒΩ...μεσολαβώ (-είς) • Δύσκολο να μαντεύσουν τι προηγήθηκε, τι μεσολάβησε. ° Es war schwer [für sie] zu erraten, was vorausgegangen und was inzwischen geschehen war....