μέλει


• Για τον εαυτό της δεν την έμελε· την έμελε μόνο για τα παιδιά. °  Um sich selbst mach­te sie sich keine Sorgen [sc.: es kümmerte sie nicht, wenn sie (Leh­rerin) versetzt wür­de]; sie machte sich nur Sorgen um die Kinder [sc. ihre Schülerinnen].    [Eigenübersetzung]

• Μη σε μέλει, μη σε μέλει, ξεκουράσου τώρα.  °  Mach dir keine Sorgen, mach dir keine Sorgen, ruh dich jetzt aus.       [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΕΓΑΛΟΣ, -η, -ο...μεγάλος, -η, -ο μεγάλε! [επιφώνημα]: έκφραση θαυμασμού, αποδοχής και ένδειξης σεβασμού [ΑΓΝ, σ....
  • ΜΕΓΑΣ (μεγάλη, μέγα)...μέγας (μεγάλη, μέγα) μέγας και πολύς: Συνηθισμένη φράση για έναν άνθρωπο, που έγινε δυνατός, ισχυρός, παράγοντας, που "λύνει και δένει". [Νατσ., σ....
  • ΜΕΘΟΔΕΥΩ...μεθοδεύω • Ποιανού μυαλό τις είχε επινοήσει και μεθοδεύσει έτσι – και για ποιο λόγο; ° Wer hatte sich so etwas ausgedacht [wörtl.: … sie sich ausgedacht (sc....
  • ΜΕΙΖΟΝ...μείζον s. μείζων, -ων, -ον ...
  • ΜΕΙΖΩΝ, -ων, -ον...μείζων, -ων, -ον Bedeutungen (samt Beispielen): 1. a) μεγαλύτερος [ΛΚΝ / ΛΜΠ] b) (λογ....
  • ΜΕΛΑΜΨΟΣ, -ή, -ό...μελαμψός, -ή, -ό (bzw. μελαψός, -ή, -ό) • ένας μελαψός άντρας ° ein dunkelhäutiger Mann [GF+DF aus:...
  • ΜΕΛΑΝΟΣ, -ή, -ό...μελανός, -ή, -ό • τα μελανά σύννεφα ° die blauschwarzen [Gewitter-]Wolken [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...μελαχρινός, -ή, -ό (auch: μελαχροινός, -ή, -ό *) *[Anm.: Schreibweise bei ΛΜΠ und ΛΚΝ nicht verzeichnet] 1) [iS von]: dunkler Teint / dunkle Hautfarbe [etc.]:...
  • ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...μελαχροινός, -ή, -ό s. μελαχρινός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΛΑΨΟΣ, -ή, -ό...μελαψός, -ή, -ό s. μελαμψός, -ή, -ό ...
Nachher:
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΚΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλακτος, -η, -ο s. μελιστάλαχτος, -η, -ο ...
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΧΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλαχτος, -η, -ο (bzw. μελιστάλακτος, -η, -ο *) *[Anm.: Schreibweise bei ΛΚΝ verzeichnet, nicht aber bei ΛΜΠ] • "[...]", ζητούσε να μάθει μελιστάλαχτα ° "[....
  • ΜΕΜΙΑΣ...μεμιάς • Και ξάφνου αποδεικνύεται μεμιάς ότι όλα ήταν λάθος. ° Und plötzlich stellt sich mit einem Mal (schlagartig / ~über Nacht) heraus, dass alles falsch war....
  • ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μεμονωμένος, -η, -ο = vereinzelt / Einzel- / einmalig [iS von: kein weiteres Mal] ...
  • ΜΕΝ...μεν ναι μεν ° (es stimmt) zwar [BSe s. unter ναι ] ...
  • ΜΕΝΟΥ, το...μενού, το 1) das Menü 2) die Speisekarte [synonym: ο κατάλογος (φαγητών)] [bzw. (iS von Z 2)]:...
  • ΜΕΝΤΙΟΥΜ, το...μέντιουμ, το (Pl.: τα μέντιουμ) = das "Medium" [das Karten legt, hypnotisiert etc.] ...
  • ΜΕΝΩ...μένω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. [Spezialbedeutung]: sein [bzw.] werden 3. [Spezialbedeutung]: daliegen [bzw.] dasitzen [bzw.] dastehen [bzw....
  • ΜΕΡΑ, η...μέρα, η (bzw. ημέρα, η) 1. μέρα με τη μέρα [bzw.] μέρα με την ημέρα: a) von Tag zu Tag [etc.] [iS von: mit jedem Tag zunehmend]: • [...],...