μελαχρινός, -ή, -ό  (auch: μελαχροινός, -ή, -ό *)

*[Anm.: Schreibweise bei ΛΜΠ und ΛΚΝ nicht verzeichnet]


1) [iS von]: dunkler Teint / dunkle Hautfarbe [etc.]:

• ένας ψηλός μελαχρινός άντρας

ein [großer,] dunkelhäutiger Mann

[GF+DF aus: B. Mahmoody: Ποτέ χωρίς την κόρη μου]

• Ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος.

Großgewachsen, dunkelhäutig, kräftig gebaut. [sc. Jannis]    [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Κι όπως ήταν έντονα μελαχροινός, [...]

Und da er [= ein Mann] sehr dunkelhäutig war […]    [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• ο μελαχρινός αξιωματικός γυρίζει

der Offizier mit dem dunklen Teint dreht sich um

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• κείνο τον αψηλό μελαχροινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά 

jenen hochgewachsenen Studenten mit dem schma­len Gesicht, dunklen Teint und buschi­gen Haar

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Ήταν όλοι τους όμορφα μελαχρινά παιδιά της Ιταλίας, με ολόμαυρα μαλλιά και στόμα­τα παιδιάτικα.

Es [sc. die Soldaten, die dort saßen] waren [alle]  hübsche Söhne Italiens mit dunklem Teint, pech­schwarzen Haaren und kindli­chen Mündern. 

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• έχει ένα μικρό μελαχρινό πρόσωπο [δηλ. το κορίτσι]    [Κατίνα Παπά: Σ’ ένα γυμνάσιο θηλέων]

---

• [...] βγήκε η γυναίκα του. Μια μελαχρινή με κατάμαυρα μαλλιά. 

[Β. Μάστορη: Στο γυμνάσιο]

---

• Δε φαίνεται Ελληνίδα. Πολύ μαυρομάλλα και μαυρομάτα. Δικιά σας [= Περσίδα] είναι; [...] Ήταν όρθιος δίπλα στο μπιλιάρδο, που έπαιζε η άγνωστη μελαχρινή. 

[Δ. Μπουλούμπασης: Γκρατς, σ. 134/135]

---

• ένα όμορφο, μελαχρινό κοριτσόπουλο με μακριά, χυτά, μαύρα μαλλιά

ein schönes, brünettes [sic!] Mädchen mit langem schwarzem, herabfallendem Haar 

[GF+DF aus: Γ. Ρίτσος: Τι παράξενα πράματα]


2) [in der Bedeutung]: schwarze Haarfarbe:

• Τότε ρώτησε εκείνη παιχνιδιάρικα αν η δεσποινίς Κέσνερ ήταν ξανθή, καστανή ή μελαχρινή.

Nun erkundigte sie sich scherzhaft, ob das Fräulein Keßner blond oder braun oder schwarz sei.

[DF+GF aus: Schnitzler: Spiel]

• μια μελαχρινή κοπέλα με λευκό μαντήλι στα μαλλιά και κόκκινο ριχτό φόρεμα

eine dunkelhaarige junge Frau mit einem weißen Tuch über dem Haar und einem roten, weit fallenden Kleid [Beschreibung einer gemalten Madonna]   

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• κοκκινομάλλες / ξανθιές / καστανές /  μελαχρινές

Rothaarige / Blonde / Brünette / Schwarz­haarige [sc.: Frauen]

[Anm.: aufgrund einer entsprechenden Foto­grafie eindeutig!]


• [ebenso (eindeutig): Fallaci: Ein Mann, GF: S. 280, 9. Z. iVm S. 279, 5. Z. von unten // DF: S. 304, 9. Z.]   


3) [in der Bedeutung]: dunkelhaarig:

• Βαρβάρα λέγανε μια παλιά μου φιλενάδα, πάνε χρόνια, έτσι μελαχρινή σαν κι εσένα και μεστωμένη.

Eine alte Freundin von mir hat auch Varva­ra geheißen, es ist schon Jahre her, sie war so dunkelhaarig wie du und reif.

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• Ήταν ένα μελαχροινό κορίτσι.

Es war ein dunkelhaariges Mädchen.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]

• Η Γιάννα ήταν καστανή. Η αδελφή της είναι μελαχρινή, αλλά τα μαλλιά της έχουν αρχίσει να ασπρίζουν στις ρίζες.

Janna war brünett. Ihre Schwester ist dunkelhaarig, doch an den Wurzeln verfärben sich die Haare bereits weiß. 

[GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• Ένας μελαχροινός Ισπανός, γύρω στα τριάντα, με μουστάκια.

[...], ein dunkel­haari­ger, etwa dreißig­jähri­ger, schnurrbärtiger Spanier. 

[GF+DF aus: Fallaci: Ein Mann]

• η μελαχρινή κοπέλα

the dark-haired girl    

[G. Orwell: 1984, GF: S. 22 // EF: S.15]

• η [...] μελαχρινούλα δεξιά του ποδοσφαιριστή, [...], και η ξανθούλα αριστερά, [...]

[Beschreibung zu einem Schwarzweißfoto in einer Zeitung, auf dem in der Mitte ein Fußball­spieler, rechts von ihm eine dunkel­haarige junge Frau und links von ihm eine junge Frau mit hellen Haaren zu sehen sind]

---


4) [in der Bedeutung]: "dunkler Typ" [allgemein]:

• είναι η ιστορία μιας μελαχροινής (μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, μαύρα κατσαρά μαλλιά)  [Β. Αλεξάκης, Δί. Νο. 6, σ.27]

• κοίταζες πού και πού την κοπέλα, μια μελαχρινή με κοντά μαλλιά  °  du schautest ab und zu das Mädchen an, ein dunkler Typ mit kurzem Haar    [GF+DF aus: Β. Αλεξάκης: Τάλγκο]


5) Übersetzung in der Bedeutung "brünettes Haar":

• θυμούμαι μονάχα πως η μια ήταν ξανθή κι η άλλη μελαχρινή  °  ich weiß nur noch, dass die eine [Frau] blond, die andere brünett war    [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς, S. 104 // DF 1: S. 80, 12. Z von unten, bzw. DF 2: S. 96, 8. Z.]

• Ποια; Μια μελαχροινή;  °  Welche [Frau meinst du]? Eine Brünette?  [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΕ...με [Präposition] [Anm.: Die Präposition "με" ist zu unterscheiden vom gleichlautenden Personalprono­men (= "mich").] 1. Grundbedeutungen: a) mit b) bis:...
  • ΜΕΓΑΛΕΙΟ, το...μεγαλείο, το σε όλο μου (σου, ...) το μεγαλείο: • Η Λάουρα σε όλο της το μεγαλείο. ° Laura, wie sie leibt und lebt....
  • ΜΕΓΑΛΟΔΕΙΧΝΩ...μεγαλοδείχνω • Σ’ εμάς μικροδείχνεις, σ’ αυτούς μεγαλοδείχνεις – πόσο είσαι; ° Uns kommst du jünger vor,...
  • ΜΕΓΑΛΟΣ, -η, -ο...μεγάλος, -η, -ο μεγάλε! [επιφώνημα]: έκφραση θαυμασμού, αποδοχής και ένδειξης σεβασμού [ΑΓΝ, σ....
  • ΜΕΓΑΣ (μεγάλη, μέγα)...μέγας (μεγάλη, μέγα) μέγας και πολύς: Συνηθισμένη φράση για έναν άνθρωπο, που έγινε δυνατός, ισχυρός, παράγοντας, που "λύνει και δένει". [Νατσ., σ....
  • ΜΕΘΟΔΕΥΩ...μεθοδεύω • Ποιανού μυαλό τις είχε επινοήσει και μεθοδεύσει έτσι – και για ποιο λόγο; ° Wer hatte sich so etwas ausgedacht [wörtl.: … sie sich ausgedacht (sc....
  • ΜΕΙΖΟΝ...μείζον s. μείζων, -ων, -ον ...
  • ΜΕΙΖΩΝ, -ων, -ον...μείζων, -ων, -ον Bedeutungen (samt Beispielen): 1. a) μεγαλύτερος [ΛΚΝ / ΛΜΠ] b) (λογ....
  • ΜΕΛΑΜΨΟΣ, -ή, -ό...μελαμψός, -ή, -ό (bzw. μελαψός, -ή, -ό) • ένας μελαψός άντρας ° ein dunkelhäutiger Mann [GF+DF aus:...
  • ΜΕΛΑΝΟΣ, -ή, -ό...μελανός, -ή, -ό • τα μελανά σύννεφα ° die blauschwarzen [Gewitter-]Wolken [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
Nachher:
  • ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...μελαχροινός, -ή, -ό s. μελαχρινός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΛΑΨΟΣ, -ή, -ό...μελαψός, -ή, -ό s. μελαμψός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΛΕΙ...μέλει • Για τον εαυτό της δεν την έμελε· την έμελε μόνο για τα παιδιά. ° Um sich selbst mach­te sie sich keine Sorgen [sc.: es kümmerte sie nicht,...
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΚΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλακτος, -η, -ο s. μελιστάλαχτος, -η, -ο ...
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΧΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλαχτος, -η, -ο (bzw. μελιστάλακτος, -η, -ο *) *[Anm.: Schreibweise bei ΛΚΝ verzeichnet, nicht aber bei ΛΜΠ] • "[...]", ζητούσε να μάθει μελιστάλαχτα ° "[....
  • ΜΕΜΙΑΣ...μεμιάς • Και ξάφνου αποδεικνύεται μεμιάς ότι όλα ήταν λάθος. ° Und plötzlich stellt sich mit einem Mal (schlagartig / ~über Nacht) heraus, dass alles falsch war....
  • ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μεμονωμένος, -η, -ο = vereinzelt / Einzel- / einmalig [iS von: kein weiteres Mal] ...
  • ΜΕΝ...μεν ναι μεν ° (es stimmt) zwar [BSe s. unter ναι ] ...
  • ΜΕΝΟΥ, το...μενού, το 1) das Menü 2) die Speisekarte [synonym: ο κατάλογος (φαγητών)] [bzw. (iS von Z 2)]:...