μείζων, -ων, -ον


Bedeutungen (samt Beispielen):


1.

a) μεγαλύτερος 

[ΛΚΝ / ΛΜΠ]

b) (λογ. [= λογική]) μεγαλύτερος σε εννοιολογικό πλάτος [ΛΚΝ]

c) σημαντικότερος [ΛΚΝ]

π.χ.:

• η μείζων περιοχή Aθηνών / Θεσσαλονίκης (= η ευρύτερη) [ΛΚΝ]

• η μείζων αντιπολίτευση (= η αξιωματική αντιπολίτευση) [ΛΚΝ]

• μείζων εκλογική περιφέρεια [ΛΚΝ / ΛΜΠ] [Anm.: Definition s. ΛΜΠ]


π.χ.:

• μείζων όρος / πρόταση ενός συλλογισμού (= ο πρώτος, αυτός που περιέχει το γενικό κανόνα) [ΛΚΝ]*


*) [vgl. auch ΛΜΠ]:

η μείζων πρόταση (Φιλος.): η βασική πρό­ταση συλλογισμού, στην οποία στηρίζονται οι υπό­λοιπες

π.χ.:

• μείζονες τέχνες (= η ποίηση, η ζωγραφική και η γλυπτική) [ΛΚΝ]



2.

πολύ σημαντικός [ΛΚΝ]  //  αυτός που έχει εξαιρετική σπουδαιότητα (συν.: σημαντικός, σοβαρός, κύριος) [ΛΜΠ]

π.χ.:

• μείζον θέμα  [ΛΚΝ]

• μείζον πρόβλημα / ζήτημα  [ΛΜΠ]

• Ορισμένες χώρες κατονόμασαν τους περιορισμένους πόρους που διατίθενται για την έρευνα που σχετίζεται με τα ναρκωτικά ως μείζον κώλυμα.  °  Einige Länder nannten die begrenzten verfügbaren Mittel für drogen­spezifische Forschungsarbeiten als wesentli­ches Hemm­nis [für die Durchführung solcher Forschungsarbeiten].  °  Several countries identified the limited funding available for drug-related research as a major constraint.

[GF, DF + EF aus einer Publikation der EU]

• Η πολιτική για τα ναρκωτικά έχει αναχθεί σε μείζον ζήτημα για το 2008.  °  Der Dro­genpolitik kommt im Jahr 2008 zwangsläufig eine wichtige Rolle zu.  °  Drug policy is set to be an important issue in 2008.

[GF, DF + EF aus einer Publikation der EU]

• Καίτοι [ο Τόμας Μπέρνχαρντ] εκκίνησε ως ποιητής, καίτοι πλέον θεωρείται μείζων δραματουργός, εκεί που όντως διέπρεψε ήταν ο πεζός λόγος.

[Γ. Μπαμπασάκης im Vorwort zum Buch "Ο άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ"] 

• Σίγουρα, τα βαθύτερα αίτια του μεταφραστικού εγχειρήματος* δύο μειζόνων ποιητών του βεληνεκούς του Σεφέρη και του Ελύτη είναι [...]

   *[= η μετάφραση της «Αποκάλυψης» του Ιωάννη από τους δύο ποιητές]

                  [Σαλταπήδας: ΓΜ, σ. 154]

• (έκφρ.) κατά μείζονα λόγο (= κυρίως [ΛΚΝ] // πολύ περισσότερο [ΛΜΠ])


3. (μουσική)

Dur [Wendt]  //  για χαρακτηρισμό ενός από τους δύο βασικούς συνδυασμούς των μουσικών τόνων [ΛΚΝ]

π.χ.

• μείζων τόνος / τρόπος* / συγχορδία* / κλίμακα*  [ΛΚΝ]

         *[Anm.: unmittelbare Definitionen s. ΛΜΠ]

• μείζον διάστημα  [ΛΚΝ]


vgl. auch Κριαράς (Τα πεντάλεπτά μου, σ. 134/135):

μείζων = μεγαλύτερος / ευρύτερος / πλατύτερος   

"μείζων" sollte lt. Kriaras nicht verwendet werden


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΑΤΙ, το...μάτι, το Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. von der Grundbedeutung abgeleitete Spezialbedeutungen 3. παίρνω τα μάτια μου 4. τα μάτια σου δεκατέσσερα 5....
  • ΜΑΥΡΟΣ, -η, -ο...μαύρος, -η, -ο 1. [allgemein]: • οι μαύρες κι άθλιες ώρες ° die [infolge unangenehmer Ereignisse] finsteren, elenden Stunden [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΜΑΧΗ, η...μάχη, η 1. Grundbedeutungen: - die Schlacht - der Kampf 2. δίνω μάχη: • έδιναν μάχη να κρατηθούν στη ζωή * [bzw....
  • ΜΕ...με [Präposition] [Anm.: Die Präposition "με" ist zu unterscheiden vom gleichlautenden Personalprono­men (= "mich").] 1. Grundbedeutungen: a) mit b) bis:...
  • ΜΕΓΑΛΕΙΟ, το...μεγαλείο, το σε όλο μου (σου, ...) το μεγαλείο: • Η Λάουρα σε όλο της το μεγαλείο. ° Laura, wie sie leibt und lebt....
  • ΜΕΓΑΛΟΔΕΙΧΝΩ...μεγαλοδείχνω • Σ’ εμάς μικροδείχνεις, σ’ αυτούς μεγαλοδείχνεις – πόσο είσαι; ° Uns kommst du jünger vor,...
  • ΜΕΓΑΛΟΣ, -η, -ο...μεγάλος, -η, -ο μεγάλε! [επιφώνημα]: έκφραση θαυμασμού, αποδοχής και ένδειξης σεβασμού [ΑΓΝ, σ....
  • ΜΕΓΑΣ (μεγάλη, μέγα)...μέγας (μεγάλη, μέγα) μέγας και πολύς: Συνηθισμένη φράση για έναν άνθρωπο, που έγινε δυνατός, ισχυρός, παράγοντας, που "λύνει και δένει". [Νατσ., σ....
  • ΜΕΘΟΔΕΥΩ...μεθοδεύω • Ποιανού μυαλό τις είχε επινοήσει και μεθοδεύσει έτσι – και για ποιο λόγο; ° Wer hatte sich so etwas ausgedacht [wörtl.: … sie sich ausgedacht (sc....
  • ΜΕΙΖΟΝ...μείζον s. μείζων, -ων, -ον ...
Nachher:
  • ΜΕΛΑΜΨΟΣ, -ή, -ό...μελαμψός, -ή, -ό (bzw. μελαψός, -ή, -ό) • ένας μελαψός άντρας ° ein dunkelhäutiger Mann [GF+DF aus:...
  • ΜΕΛΑΝΟΣ, -ή, -ό...μελανός, -ή, -ό • τα μελανά σύννεφα ° die blauschwarzen [Gewitter-]Wolken [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...μελαχρινός, -ή, -ό (auch: μελαχροινός, -ή, -ό *) *[Anm.: Schreibweise bei ΛΜΠ und ΛΚΝ nicht verzeichnet] 1) [iS von]: dunkler Teint / dunkle Hautfarbe [etc.]:...
  • ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...μελαχροινός, -ή, -ό s. μελαχρινός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΛΑΨΟΣ, -ή, -ό...μελαψός, -ή, -ό s. μελαμψός, -ή, -ό ...
  • ΜΕΛΕΙ...μέλει • Για τον εαυτό της δεν την έμελε· την έμελε μόνο για τα παιδιά. ° Um sich selbst mach­te sie sich keine Sorgen [sc.: es kümmerte sie nicht,...
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΚΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλακτος, -η, -ο s. μελιστάλαχτος, -η, -ο ...
  • ΜΕΛΙΣΤΑΛΑΧΤΟΣ, -η, -ο...μελιστάλαχτος, -η, -ο (bzw. μελιστάλακτος, -η, -ο *) *[Anm.: Schreibweise bei ΛΚΝ verzeichnet, nicht aber bei ΛΜΠ] • "[...]", ζητούσε να μάθει μελιστάλαχτα ° "[....
  • ΜΕΜΙΑΣ...μεμιάς • Και ξάφνου αποδεικνύεται μεμιάς ότι όλα ήταν λάθος. ° Und plötzlich stellt sich mit einem Mal (schlagartig / ~über Nacht) heraus, dass alles falsch war....