μάχη, η
1. Grundbedeutungen:
- die Schlacht
- der Kampf
2. δίνω μάχη:
• έδιναν μάχη να κρατηθούν στη ζωή * [bzw.] έδιναν μάχη για τη ζωή ** ° sie kämpften ums Überleben [sc. die bei dem Unfall schwer verletzten Schüler]
[Anm.: beide griech. Formulierungen aus Text (*) bzw. Überschrift (**) desselben Zeitungsartikels] |
• αλλά πήγε στο συνέδριο, αποφασισμένος να δώσει μάχη για τη δημοκρατία ° aber er ging zum [Partei-]Kongress, entschlossen für die [innerparteiliche] Demokratie zu kämpfen
Weitere Wörter:
Vorher
- ΜΑΡΙΚΑΚΙ (το)...Μαρικάκι (το) Koseform des Namens "Μαρία" (vgl. das Lied "Το Μαρικάκι" [Σπανός/Λ.Παπαδόπουλος],...
- ΜΑΡΚΟΝΗΣ, ο...μαρκόνης, ο ασυρματιστής (εκ του ονόματος του εφευρέτη του ασυρμάτου) [Quelle:...
- ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μαρμαρωμένος, -η, -ο ο μαρμαρωμένος βασιλιάς (= Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – ο τελευταίος αυτοκρατόρας του Βυζαντίου*): βλ. Νατσ., σ. 384 (s. auch:...
- ΜΑΡΣΑΡΩ...μαρσάρω = to rev up [Mackridge, S. 315] [rev up the engine = den Motor auf Touren bringen] ...
- ΜΑΣΩ (Ι) (= μασώ)...μασώ (-άς) 1. Grundbedeutung: kauen 2. μασώ τα λόγια μου: s. unter λόγια, τα (Z 4) ...
- ΜΑΣΩ (ΙΙ) (= μάσω) (θα, να, ...)...μάσω (θα, να, ...) s. μάζω ...
- ΜΑΤΑΙΟΣ, -α/-η, -ο...μάταιος, -α/-η, -ο • Μάταιο να επιμένουμε· [...] ° Es wäre sinnlos, weiter darauf zu beharren; […] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΜΑΤΑΙΩΝΩ...ματαιώνω 1) vereiteln 2) absagen ...
- ΜΑΤΙ, το...μάτι, το Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. von der Grundbedeutung abgeleitete Spezialbedeutungen 3. παίρνω τα μάτια μου 4. τα μάτια σου δεκατέσσερα 5....
- ΜΑΥΡΟΣ, -η, -ο...μαύρος, -η, -ο 1. [allgemein]: • οι μαύρες κι άθλιες ώρες ° die [infolge unangenehmer Ereignisse] finsteren, elenden Stunden [GF+DF aus: Ζατέλη:...
Nachher:
- ΜΕ...με [Präposition] [Anm.: Die Präposition "με" ist zu unterscheiden vom gleichlautenden Personalpronomen (= "mich").] 1. Grundbedeutungen: a) mit b) bis:...
- ΜΕΓΑΛΕΙΟ, το...μεγαλείο, το σε όλο μου (σου, ...) το μεγαλείο: • Η Λάουρα σε όλο της το μεγαλείο. ° Laura, wie sie leibt und lebt....
- ΜΕΓΑΛΟΔΕΙΧΝΩ...μεγαλοδείχνω • Σ’ εμάς μικροδείχνεις, σ’ αυτούς μεγαλοδείχνεις – πόσο είσαι; ° Uns kommst du jünger vor,...
- ΜΕΓΑΛΟΣ, -η, -ο...μεγάλος, -η, -ο μεγάλε! [επιφώνημα]: έκφραση θαυμασμού, αποδοχής και ένδειξης σεβασμού [ΑΓΝ, σ....
- ΜΕΓΑΣ (μεγάλη, μέγα)...μέγας (μεγάλη, μέγα) μέγας και πολύς: Συνηθισμένη φράση για έναν άνθρωπο, που έγινε δυνατός, ισχυρός, παράγοντας, που "λύνει και δένει". [Νατσ., σ....
- ΜΕΘΟΔΕΥΩ...μεθοδεύω • Ποιανού μυαλό τις είχε επινοήσει και μεθοδεύσει έτσι – και για ποιο λόγο; ° Wer hatte sich so etwas ausgedacht [wörtl.: … sie sich ausgedacht (sc....
- ΜΕΙΖΟΝ...μείζον s. μείζων, -ων, -ον ...
- ΜΕΙΖΩΝ, -ων, -ον...μείζων, -ων, -ον Bedeutungen (samt Beispielen): 1. a) μεγαλύτερος [ΛΚΝ / ΛΜΠ] b) (λογ....
- ΜΕΛΑΜΨΟΣ, -ή, -ό...μελαμψός, -ή, -ό (bzw. μελαψός, -ή, -ό) • ένας μελαψός άντρας ° ein dunkelhäutiger Mann [GF+DF aus:...