μαρμαρωμένος, -η, -ο


ο μαρμαρωμένος βασιλιάς (= Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – ο τελευταίος αυτοκρατόρας του Βυζαντίου*):

βλ. Νατσ., σ. 384  (s. auch: "η Κόκκινη Μηλιά" [unter κόκκινος, -η, -ο ])

       *) er ist der Sage nach bei der Eroberung Konstantinopels durch die Türken ver­steinert (zu Marmor erstarrt)

s. auch Anmerkung in: Stratis Myrivilis: Das Leben im Grabe (S 463):

Konstantinos XI. Palaiologos war der letzte Kaiser (1448-1453) des Oströmi­schen (Byzantinischen) Reichs. Er starb bei der Verteidigung Konstantinopels. Die Legende, sein Leichnam sei nie gefunden worden, er sei zu Marmor er­starrt und warte auf einen günstigen Moment, um Konstantinopel zurückzuer­obern – eine Verarbeitung der weit verbreiteten mittelalterlichen Sage vom rö­mischen Endkaiser – wurde erst später zu einem griechischen Nationalmythos; das Wappen der Palaiologen-Dynastie war der zweiköpfige Adler [= ο δικέφαλος].


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΑΝΑ, η...μάνα, η 1. Grundbedeutung: die Mutter 2. μάνα μου ° [auch:...
  • ΜΑΝΙΑ, η...μανία, η 1. [allgemein]: • εξαιτίας της μανίας της για τη λεπτομέρεια ° aus [= wegen] ihrer Versessenheit auf Details [zB....
  • ΜΑΝΟΛΙΟΣ, ο...Μανολιός, ο (auch: Μανωλιός, ο) άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς (so bei ΛΚΡ, ΛΚΝ, ΛΜΠ und Εμμ.) (bzw. bei Νατσ.:...
  • ΜΑΝΟΥΛΑ, η...μανούλα, η ο επιδέξιος, ο ικανός, αυτός που ξέρει να επιδιορθώνει ή να κατασκευάζει κάτι κτλ. Λέγεται συνήθως "είμαι μανούλα σε κάτι". [ΛΔΗ] π.χ.:...
  • ΜΑΝΩΛΙΟΣ, ο...Μανωλιός, ο s. Μανολιός, ο ...
  • ΜΑΠΑ, η...μάπα, η τρώω στη μάπα: ανέχομαι, πρέπει να υποστώ κάποιον/κάτι [ΑΓΝ, σ. 150] // για κπ. ή κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που το(ν) έχουμε βαρεθεί [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΜΑΡΑΖΩΝΩ...τάσια της Γερμανίας και στα ορυχεία ° die Tüchtigsten [aus diesem griechischen Dorf] verkümmerten in den Fabriken Deutsch­lands und in den Bergwerken [GF+DF aus:...
  • ΜΑΡΙΑ, η... η κουτσή Μαρία: s. unter κουτσός, -ή, -ό (Z 3) ...
  • ΜΑΡΙΚΑΚΙ (το)...Μαρικάκι (το) Koseform des Namens "Μαρία" (vgl. das Lied "Το Μαρικάκι" [Σπανός/Λ.Παπαδόπουλος],...
  • ΜΑΡΚΟΝΗΣ, ο...μαρκόνης, ο ασυρματιστής (εκ του ονόματος του εφευρέτη του ασυρμάτου) [Quelle:...
Nachher:
  • ΜΑΡΣΑΡΩ...μαρσάρω = to rev up [Mackridge, S. 315] [rev up the engine = den Motor auf Touren bringen] ...
  • ΜΑΣΩ (Ι) (= μασώ)...μασώ (-άς) 1. Grundbedeutung: kauen 2. μασώ τα λόγια μου: s. unter λόγια, τα (Z 4) ...
  • ΜΑΣΩ (ΙΙ) (= μάσω) (θα, να, ...)...μάσω (θα, να, ...) s. μάζω ...
  • ΜΑΤΑΙΟΣ, -α/-η, -ο...μάταιος, -α/-η, -ο • Μάταιο να επιμένουμε· [...] ° Es wäre sinnlos, weiter darauf zu beharren; […] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΜΑΤΑΙΩΝΩ...ματαιώνω 1) vereiteln 2) absagen ...
  • ΜΑΤΙ, το...μάτι, το Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. von der Grundbedeutung abgeleitete Spezialbedeutungen 3. παίρνω τα μάτια μου 4. τα μάτια σου δεκατέσσερα 5....
  • ΜΑΥΡΟΣ, -η, -ο...μαύρος, -η, -ο 1. [allgemein]: • οι μαύρες κι άθλιες ώρες ° die [infolge unangenehmer Ereignisse] finsteren, elenden Stunden [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΜΑΧΗ, η...μάχη, η 1. Grundbedeutungen: - die Schlacht - der Kampf 2. δίνω μάχη: • έδιναν μάχη να κρατηθούν στη ζωή * [bzw....
  • ΜΕ...με [Präposition] [Anm.: Die Präposition "με" ist zu unterscheiden vom gleichlautenden Personalprono­men (= "mich").] 1. Grundbedeutungen: a) mit b) bis:...