ΜΑΡΙΑ, η


η κουτσή Μαρία: s. unter κουτσός, -ή, -ό (Z 3)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΑΛΙΣΤΑ...μάλιστα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. überdies / zudem / noch dazu [wo …] / zumal / gar / besonders [etc.] 3....
  • ΜΑΛΛΙ, το...μαλλί, το 1. Grundbedeutungen: a) das Haar [iS von: Gesamtheit der Haare] (auch: τα μαλλιά) b) die Wolle 2. πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος:...
  • ΜΑΛΛΟΝ...μάλλον 1) wahrscheinlich / vermutlich / wohl:...
  • ΜΑΝΑ, η...μάνα, η 1. Grundbedeutung: die Mutter 2. μάνα μου ° [auch:...
  • ΜΑΝΙΑ, η...μανία, η 1. [allgemein]: • εξαιτίας της μανίας της για τη λεπτομέρεια ° aus [= wegen] ihrer Versessenheit auf Details [zB....
  • ΜΑΝΟΛΙΟΣ, ο...Μανολιός, ο (auch: Μανωλιός, ο) άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς (so bei ΛΚΡ, ΛΚΝ, ΛΜΠ und Εμμ.) (bzw. bei Νατσ.:...
  • ΜΑΝΟΥΛΑ, η...μανούλα, η ο επιδέξιος, ο ικανός, αυτός που ξέρει να επιδιορθώνει ή να κατασκευάζει κάτι κτλ. Λέγεται συνήθως "είμαι μανούλα σε κάτι". [ΛΔΗ] π.χ.:...
  • ΜΑΝΩΛΙΟΣ, ο...Μανωλιός, ο s. Μανολιός, ο ...
  • ΜΑΠΑ, η...μάπα, η τρώω στη μάπα: ανέχομαι, πρέπει να υποστώ κάποιον/κάτι [ΑΓΝ, σ. 150] // για κπ. ή κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που το(ν) έχουμε βαρεθεί [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΜΑΡΑΖΩΝΩ...τάσια της Γερμανίας και στα ορυχεία ° die Tüchtigsten [aus diesem griechischen Dorf] verkümmerten in den Fabriken Deutsch­lands und in den Bergwerken [GF+DF aus:...
Nachher:
  • ΜΑΡΙΚΑΚΙ (το)...Μαρικάκι (το) Koseform des Namens "Μαρία" (vgl. das Lied "Το Μαρικάκι" [Σπανός/Λ.Παπαδόπουλος],...
  • ΜΑΡΚΟΝΗΣ, ο...μαρκόνης, ο ασυρματιστής (εκ του ονόματος του εφευρέτη του ασυρμάτου) [Quelle:...
  • ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μαρμαρωμένος, -η, -ο ο μαρμαρωμένος βασιλιάς (= Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – ο τελευταίος αυτοκρατόρας του Βυζαντίου*): βλ. Νατσ., σ. 384 (s. auch:...
  • ΜΑΡΣΑΡΩ...μαρσάρω = to rev up [Mackridge, S. 315] [rev up the engine = den Motor auf Touren bringen] ...
  • ΜΑΣΩ (Ι) (= μασώ)...μασώ (-άς) 1. Grundbedeutung: kauen 2. μασώ τα λόγια μου: s. unter λόγια, τα (Z 4) ...
  • ΜΑΣΩ (ΙΙ) (= μάσω) (θα, να, ...)...μάσω (θα, να, ...) s. μάζω ...
  • ΜΑΤΑΙΟΣ, -α/-η, -ο...μάταιος, -α/-η, -ο • Μάταιο να επιμένουμε· [...] ° Es wäre sinnlos, weiter darauf zu beharren; […] [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΜΑΤΑΙΩΝΩ...ματαιώνω 1) vereiteln 2) absagen ...
  • ΜΑΤΙ, το...μάτι, το Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. von der Grundbedeutung abgeleitete Spezialbedeutungen 3. παίρνω τα μάτια μου 4. τα μάτια σου δεκατέσσερα 5....