μαλλί, το
1. Grundbedeutungen:
a) das Haar [iS von: Gesamtheit der Haare] (auch: τα μαλλιά)
b) die Wolle
2. πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος:
• Ο γελασμένος άνθρωπος βημάτιζε πάνω-κάτω σαν θηρίο στο κλουβί, το φυσούσε και δεν κρύωνε που πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος. ° Der geprellte Mann [sc. ein Kutscher, der nachträglich entdeckt, dass er mit falschen Münzen bezahlt worden war] ging auf und ab wie ein Löwe im Käfig, er konnte es nicht fassen, dass man ihn so übers Ohr gehauen hatte. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΜΑΚΑΡΙ...μακάρι 1) [bezogen auf einen noch realisierbaren Wunsch]: • Μακάρι τώρα να βάλει μυαλό....
- ΜΑΚΑΡΙΖΩ...μακαρίζω • [...] τι κρύβεται πίσω απ’ το πέπλο του μέλλοντος, για το οποίο η λαίδη Χάμιλτον συνήθιζε να λέει "μηδένα προ του τέλους μακάριζε". ° […],...
- ΜΑΚΟ, το [bzw.] ΜΑΚΟ [Adjektiv]...μακό, το [bzw.] μακό [Adjektiv] 1. Definition: ΛΚΝ (μακό, το) ΛΜΠ (μακό, το) A) α) είδος πλεχτού βαμβακερού υφάσματος – π.χ.:...
- ΜΑΚΡΙΑ...μακριά • Κοιτούσαν μακριά με ανήσυχο βλέμμα. ° Mit unruhigem Blick sahen sie [= diese im Kaffeehaus sitzenden Personen] in die Ferne. [GF+DF aus:...
- ΜΑΚΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...μακρινός, -ή, -ό • το ξέρεις από το μακρινό βράδυ που εξέταζες τα φύλλα του κισσού ° du weißt es seit dem lange zurückliegenden Abend,...
- ΜΑΚΡΟΣΤΕΝΟΣ, -η, -ο...μακρόστενος, -η, -ο • κι από την άλλη πλευρά της ταράτσας μια μακρόστενη κουζίνα-πλυσταριό ° und auf der anderen Seite der Terrasse ein schmaler, langer Raum,...
- ΜΑΚΡΟΣΥΡΤΟΣ, -η, -ο...μακρόσυρτος, -η, -ο • μακρόσυρτα φωνήεντα, όπως ναίαιαι και όοοοχι ° langgezogene Vokale wie jaaa und neiiin [die Art,...
- ΜΑΚΡΥΣ, -ιά, -ύ...μακρύς, -ιά, -ύ 1. Grundbedeutung: lang [zeitlich, räumlich] 2. το μακρύ του – το κοντό του:...
- ΜΑΛΑ...μάλα [Adverb] τα μάλα ° σε μεγάλο βαθμό / πάρα πολύ [ΛΜΠ] – π.χ.: • ευχαριστώ τα μάλα [ΛΜΠ] • [...] ο αδελφός μου τα προηγούμενα χρόνια είχε υποφέρει τα μάλα....
- ΜΑΛΙΣΤΑ...μάλιστα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. überdies / zudem / noch dazu [wo …] / zumal / gar / besonders [etc.] 3....
Nachher:
- ΜΑΛΛΟΝ...μάλλον 1) wahrscheinlich / vermutlich / wohl:...
- ΜΑΝΑ, η...μάνα, η 1. Grundbedeutung: die Mutter 2. μάνα μου ° [auch:...
- ΜΑΝΙΑ, η...μανία, η 1. [allgemein]: • εξαιτίας της μανίας της για τη λεπτομέρεια ° aus [= wegen] ihrer Versessenheit auf Details [zB....
- ΜΑΝΟΛΙΟΣ, ο...Μανολιός, ο (auch: Μανωλιός, ο) άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς (so bei ΛΚΡ, ΛΚΝ, ΛΜΠ und Εμμ.) (bzw. bei Νατσ.:...
- ΜΑΝΟΥΛΑ, η...μανούλα, η ο επιδέξιος, ο ικανός, αυτός που ξέρει να επιδιορθώνει ή να κατασκευάζει κάτι κτλ. Λέγεται συνήθως "είμαι μανούλα σε κάτι". [ΛΔΗ] π.χ.:...
- ΜΑΝΩΛΙΟΣ, ο...Μανωλιός, ο s. Μανολιός, ο ...
- ΜΑΠΑ, η...μάπα, η τρώω στη μάπα: ανέχομαι, πρέπει να υποστώ κάποιον/κάτι [ΑΓΝ, σ. 150] // για κπ. ή κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που το(ν) έχουμε βαρεθεί [ΛΚΝ] π.χ.:...
- ΜΑΡΑΖΩΝΩ...τάσια της Γερμανίας και στα ορυχεία ° die Tüchtigsten [aus diesem griechischen Dorf] verkümmerten in den Fabriken Deutschlands und in den Bergwerken [GF+DF aus:...
- ΜΑΡΙΑ, η... η κουτσή Μαρία: s. unter κουτσός, -ή, -ό (Z 3) ...