μακό, το  [bzw.]  μακό [Adjektiv]


1. Definition:

ΛΚΝ (μακό, το)

ΛΜΠ (μακό, το)

A) 

α) είδος πλεχτού βαμβακερού υφάσματος 

– π.χ.:

• μπλουζάκι / παντελόνι / φούστα από μακό


β) (επέκτ.) ρούχο από μακό – π.χ.:

• Φοράει ένα άσπρο μακό.


Α) 

α) λεπτό βαμβακερό ύφασμα




β) (συνεκδ.) ρούχο, συνήθως μπλούζα, από αυτό το ύφασμα – π.χ.:

• λευκό / κοντομάνικο μακό


B) (ως επίθετο) – π.χ.:

• ένα μακό φουστάνι / πουκάμισο (= από μακό ύφασμα)


Β) (ως επίθετο για ρούχα):

ο κατασκευασμένος από το παραπάνω ύφασμα – π.χ.:

• μακό μπλούζα / φόρεμα


2. Übersetzungen:

• Η Ντάγκμαρ φορούσε μια φούστα φάκελο κι ένα κόκκινο μακό που την έκανε να φαίνεται πιο χλομή απ’ ό,τι ήταν.

Dagmar trug einen Wickelrock und einen roten Sweater, der sie blasser wirken ließ, als sie war.    [GF+DF aus: Όσες φορές] 

• το μακό μπλουζάκι

das T-Shirt   

[Pons online // GF auch in einem griechischen Bild­wörter­buch]

• Φορούσες πέτσινα μπουφάν και μακό μπλουζάκια όπως κι εγώ.

You wore leather jackets and T-shirts, and so did I. [bzw.]

Du hast [damals (immer)] Lederjacke und T-Shirts getragen, und ich auch.

[GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]

• αγόρασα επίσης μακό μπλουζάκια

außerdem kaufte ich T-Shirts

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• σορτς, μακό μπλούζες με γιακά

Shorts und Polohemden [trugen die Kinder in dieser Stadt]   [GF+DF aus: Όσες φορές]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΑΔΙΑΜ (η)...Μαδιάμ (η) τα έκανε γης Μαδιάμ: zur Herkunft s. Νατσ., σ. 484 ...
  • ΜΑΖΙ...μαζί 1. Grundbedeutungen: a) zusammen [etc.]: • Πάμε να φάμε μαζί; ° Gehen wir [heute Abend] zusammen (miteinander) essen?...
  • ΜΑΖΩ...μάζω (Stamm II: να μάσω / Aorist: έμασα [Quelle: ΛΔΤΚ])* *[Anm.: Vgl. auch ΛΚΝ und ΛΜΠ:...
  • ΜΑΘΑΙΝΩ...μαθαίνω 1. Grundbedeutungen: a) lernen b) erfahren c) beibringen d) sich gewöhnen 2. σε (τον / την ...) έμαθα:...
  • ΜΑΘΕΣ...μαθές Συμπληρωματικό μόριο χωρίς κανένα συγκεκριμένο νόημα πια. Μπορεί να παρα­λείπεται, το νόημα δεν αλλάζει. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ερωτηματικές προτάσεις....
  • ΜΑΘΕΥΟΜΑΙ...μαθεύομαι = sich herumsprechen / bekannt werden [ein Umstand oder ein Ereignis] ...
  • ΜΑΘΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μαθημένος, -η, -ο μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια: idiomatische Wendung ("συνηθίσαμε πια") [s. "Η γλώσσα των ιδιωτισμών και των εκφράσεων", S. 67] zB.:...
  • ΜΑΙΡΑΚΙ (το)...Μαιράκι (το) • Μαιράκι, όταν μου ζήτησες να γράψω το βιογραφικό σου, συνειδητοποίησα ότι ήταν αδύνατο να εκφράσω όσα σκέφτομαι για σένα....
  • ΜΑΚΑΡΙ...μακάρι 1) [bezogen auf einen noch realisierbaren Wunsch]: • Μακάρι τώρα να βάλει μυαλό....
  • ΜΑΚΑΡΙΖΩ...μακαρίζω • [...] τι κρύβεται πίσω απ’ το πέπλο του μέλλοντος, για το οποίο η λαίδη Χάμιλτον συνήθιζε να λέει "μηδένα προ του τέλους μακάριζε". ° […],...
Nachher:
  • ΜΑΚΡΙΑ...μακριά • Κοιτούσαν μακριά με ανήσυχο βλέμμα. ° Mit unruhigem Blick sahen sie [= diese im Kaffeehaus sitzenden Personen] in die Ferne. [GF+DF aus:...
  • ΜΑΚΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...μακρινός, -ή, -ό • το ξέρεις από το μακρινό βράδυ που εξέταζες τα φύλλα του κισσού ° du weißt es seit dem lange zurückliegenden Abend,...
  • ΜΑΚΡΟΣΤΕΝΟΣ, -η, -ο...μακρόστενος, -η, -ο • κι από την άλλη πλευρά της ταράτσας μια μακρόστενη κουζίνα-πλυσταριό ° und auf der anderen Seite der Terrasse ein schmaler, langer Raum,...
  • ΜΑΚΡΟΣΥΡΤΟΣ, -η, -ο...μακρόσυρτος, -η, -ο • μακρόσυρτα φωνήεντα, όπως ναίαιαι και όοοοχι ° langgezogene Vokale wie jaaa und neiiin [die Art,...
  • ΜΑΚΡΥΣ, -ιά, -ύ...μακρύς, -ιά, -ύ 1. Grundbedeutung: lang [zeitlich, räumlich] 2. το μακρύ του – το κοντό του:...
  • ΜΑΛΑ...μάλα [Adverb] τα μάλα ° σε μεγάλο βαθμό / πάρα πολύ [ΛΜΠ] – π.χ.: • ευχαριστώ τα μάλα [ΛΜΠ] • [...] ο αδελφός μου τα προηγούμενα χρόνια είχε υποφέρει τα μάλα....
  • ΜΑΛΙΣΤΑ...μάλιστα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. überdies / zudem / noch dazu [wo …] / zumal / gar / besonders [etc.] 3....
  • ΜΑΛΛΙ, το...μαλλί, το 1. Grundbedeutungen: a) das Haar [iS von: Gesamtheit der Haare] (auch: τα μαλλιά) b) die Wolle 2. πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος:...
  • ΜΑΛΛΟΝ...μάλλον 1) wahrscheinlich / vermutlich / wohl:...