μάλλον
1) wahrscheinlich / vermutlich / wohl:
• πρόκειται μάλλον για εμπρησμό |
es handelt sich [bei dem Feuer] wahrscheinlich um Brandstiftung |
• Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Μάλλον, όμως. |
Ich weiß nicht, ob es wahr ist. Aber wahrscheinlich [ja]. |
• η κατανάλωση – μάλλον το αποτελεσματικότερο ναρκωτικό |
der Konsum – wohl die wirkungsvollste Droge [der kapitalistischen Gesellschaft] |
2) eigentlich / besser gesagt / vielmehr:
• Στην αυλή περίμενε ένας χωροφύλακας, ένας φίλος του πατέρα της μάλλον που έκανε τα τελευταία χρόνια χρέη χωροφύλακα [...] |
Im Hof wartete ein Gendarm, eigentlich ein Freund ihres Vaters, der in den letzten Jahren die Pflichten eines Gendarms ausübte; […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• μα τώρα, απ’ την έκπληξη, απ’ την άγνωστη συγκίνηση ή μάλλον υποψία που την κυρίευσε, [...] |
diesmal aber, bei einer solchen Überraschung, bei diesem für sie neuen Gefühlsausbruch oder vielmehr bei dem Verdacht, der in ihr aufstieg, […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Το πρόβλημά μου είναι, ή μάλλον ήταν ως τα σήμερα, [...] |
Mein Problem ist, oder besser gesagt war bis heute, […] |
• Ίσως ή μάλλον ασφαλώς θα είστε σε περισσότερες ανέσεις συνηθισμένος. |
Vielleicht – oder vielmehr (oder besser gesagt) sicher – werden Sie [Herr …] an mehr Komfort gewöhnt sein. [als Sie hier in meinem bescheidenen Haus vorfinden] |
3) eher [iS von: mehr] / mehr:
• οι κωμωδίες παρουσιάζουν σήμερα ιστορικό μάλλον παρά σκηνικό ενδιαφέρον |
die Komödien [dieser Dichter des 18. Jahrhunderts] sind heute eher (mehr) von historischem als von szenischem (bühnenmäßigem) Interesse |
• εμβατήρια γραμμένα μάλλον για χορευτές παρά για στρατιώτες |
Märsche, geschrieben eher für Tänzer als für Soldaten |
4) recht [iS von: ziemlich, eher] / ziemlich:
• Η Ιουλία [...] θ’ αργούσε μάλλον να χάσει την δικιά της. |
Ioulía […] sollte ihre Sianka [= την σιάνκα (eine Art Alpdruck in der Kindheit)] recht spät [sc. erst in eher fortgeschrittenem Alter] verlieren. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• ο Στέφανος γινόταν σιγά-σιγά ένας μάλλον ωραίος γέρος |
Stéfanos wurde allmählich ein ziemlich gut aussehender älterer Mann [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• αυτό μάλλον είναι σίγουρο |
das ist sogar ziemlich sicher [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
a) [in bejahenden Sätzen]: erst recht / umso mehr
[vgl. auch]:
- πόσο μάλλον που ° zumal * / (dies) um so mehr, als **
*[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως // Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
**[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]
- πόσο μάλλον αφού ° zumal [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
b) [in verneinenden Sätzen]: erst recht nicht / schon gar nicht / umso weniger / geschweige denn
Weitere Wörter:
- ΜΑΚΑΡΙΖΩ...μακαρίζω • [...] τι κρύβεται πίσω απ’ το πέπλο του μέλλοντος, για το οποίο η λαίδη Χάμιλτον συνήθιζε να λέει "μηδένα προ του τέλους μακάριζε". ° […],...
- ΜΑΚΟ, το [bzw.] ΜΑΚΟ [Adjektiv]...μακό, το [bzw.] μακό [Adjektiv] 1. Definition: ΛΚΝ (μακό, το) ΛΜΠ (μακό, το) A) α) είδος πλεχτού βαμβακερού υφάσματος – π.χ.:...
- ΜΑΚΡΙΑ...μακριά • Κοιτούσαν μακριά με ανήσυχο βλέμμα. ° Mit unruhigem Blick sahen sie [= diese im Kaffeehaus sitzenden Personen] in die Ferne. [GF+DF aus:...
- ΜΑΚΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...μακρινός, -ή, -ό • το ξέρεις από το μακρινό βράδυ που εξέταζες τα φύλλα του κισσού ° du weißt es seit dem lange zurückliegenden Abend,...
- ΜΑΚΡΟΣΤΕΝΟΣ, -η, -ο...μακρόστενος, -η, -ο • κι από την άλλη πλευρά της ταράτσας μια μακρόστενη κουζίνα-πλυσταριό ° und auf der anderen Seite der Terrasse ein schmaler, langer Raum,...
- ΜΑΚΡΟΣΥΡΤΟΣ, -η, -ο...μακρόσυρτος, -η, -ο • μακρόσυρτα φωνήεντα, όπως ναίαιαι και όοοοχι ° langgezogene Vokale wie jaaa und neiiin [die Art,...
- ΜΑΚΡΥΣ, -ιά, -ύ...μακρύς, -ιά, -ύ 1. Grundbedeutung: lang [zeitlich, räumlich] 2. το μακρύ του – το κοντό του:...
- ΜΑΛΑ...μάλα [Adverb] τα μάλα ° σε μεγάλο βαθμό / πάρα πολύ [ΛΜΠ] – π.χ.: • ευχαριστώ τα μάλα [ΛΜΠ] • [...] ο αδελφός μου τα προηγούμενα χρόνια είχε υποφέρει τα μάλα....
- ΜΑΛΙΣΤΑ...μάλιστα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. überdies / zudem / noch dazu [wo …] / zumal / gar / besonders [etc.] 3....
- ΜΑΛΛΙ, το...μαλλί, το 1. Grundbedeutungen: a) das Haar [iS von: Gesamtheit der Haare] (auch: τα μαλλιά) b) die Wolle 2. πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος:...
- ΜΑΝΑ, η...μάνα, η 1. Grundbedeutung: die Mutter 2. μάνα μου ° [auch:...
- ΜΑΝΙΑ, η...μανία, η 1. [allgemein]: • εξαιτίας της μανίας της για τη λεπτομέρεια ° aus [= wegen] ihrer Versessenheit auf Details [zB....
- ΜΑΝΟΛΙΟΣ, ο...Μανολιός, ο (auch: Μανωλιός, ο) άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς (so bei ΛΚΡ, ΛΚΝ, ΛΜΠ und Εμμ.) (bzw. bei Νατσ.:...
- ΜΑΝΟΥΛΑ, η...μανούλα, η ο επιδέξιος, ο ικανός, αυτός που ξέρει να επιδιορθώνει ή να κατασκευάζει κάτι κτλ. Λέγεται συνήθως "είμαι μανούλα σε κάτι". [ΛΔΗ] π.χ.:...
- ΜΑΝΩΛΙΟΣ, ο...Μανωλιός, ο s. Μανολιός, ο ...
- ΜΑΠΑ, η...μάπα, η τρώω στη μάπα: ανέχομαι, πρέπει να υποστώ κάποιον/κάτι [ΑΓΝ, σ. 150] // για κπ. ή κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που το(ν) έχουμε βαρεθεί [ΛΚΝ] π.χ.:...
- ΜΑΡΑΖΩΝΩ...τάσια της Γερμανίας και στα ορυχεία ° die Tüchtigsten [aus diesem griechischen Dorf] verkümmerten in den Fabriken Deutschlands und in den Bergwerken [GF+DF aus:...
- ΜΑΡΙΑ, η... η κουτσή Μαρία: s. unter κουτσός, -ή, -ό (Z 3) ...
- ΜΑΡΙΚΑΚΙ (το)...Μαρικάκι (το) Koseform des Namens "Μαρία" (vgl. das Lied "Το Μαρικάκι" [Σπανός/Λ.Παπαδόπουλος],...