μανία, η


1. [allgemein]:

• εξαιτίας της μανίας της για τη λεπτομέρεια  °  aus [= wegen] ihrer Versessenheit auf Details [zB. in der Gestaltung ihrer Wohnungseinrichtung]   [GF+DF aus: Όσες φορές]

• Ο Μαγιακόβσκι είχε μανία με τις απαγγελίες!  °  Majakowski [russischer Dichter] war ganz wild aufs Vortragen [seiner Gedichte]!   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


2. με μανία:

• Μασουλούσε με μανία φρυγανιές.

Sie kaute wie besessen Zwieback.

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• βλέπει με μανία όλες τις νέες κινηματο­γραφικές ταινίες

[sie] sieht sich wie besessen [Anm.: Über­setzungs­alternative wäre wohl auch: mit Leidenschaft] alle neuen Kinofilme an 

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• γράφει με μανία άγρια

er [= der Schriftsteller] schreibt mit wilder Besessen­heit

[GF+DF aus: Κ. Μητροπούλου: Το μυθιστόρημα της νύχτας]

• Στο τέλος ξύναμε με μανία ο ένας την πλάτη του άλλου.

Zum Schluss kratzten wir uns gegenseitig wie wild den Rücken.  [GF+DF aus: Όσες φορές]


3. μανία που την έχεις:

• Σουλάτσερνε [ο Ευγένιος] στην αυλή και τραγουδούσε σα νάσκιζε ξύλα. Άλλο που δεν ήθελε ο Άρης για να γίνει βαποράκι. Μανία που την έχουν όλοι οι φάλτσοι να τραγουδούνε! "Δε σταματάς αυτή τη μουσική ...", του φωνάζει απ’ το παράθυρο.   [Μ. Λουντέμης: Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος, σ. 108]

• Μανία που την έχεις [,] μαμά [,] να [...]    [Κ. Πρετεντέρης: Θεατρικά, σ. 117]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΜΑΚΡΙΑ...μακριά • Κοιτούσαν μακριά με ανήσυχο βλέμμα. ° Mit unruhigem Blick sahen sie [= diese im Kaffeehaus sitzenden Personen] in die Ferne. [GF+DF aus:...
  • ΜΑΚΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...μακρινός, -ή, -ό • το ξέρεις από το μακρινό βράδυ που εξέταζες τα φύλλα του κισσού ° du weißt es seit dem lange zurückliegenden Abend,...
  • ΜΑΚΡΟΣΤΕΝΟΣ, -η, -ο...μακρόστενος, -η, -ο • κι από την άλλη πλευρά της ταράτσας μια μακρόστενη κουζίνα-πλυσταριό ° und auf der anderen Seite der Terrasse ein schmaler, langer Raum,...
  • ΜΑΚΡΟΣΥΡΤΟΣ, -η, -ο...μακρόσυρτος, -η, -ο • μακρόσυρτα φωνήεντα, όπως ναίαιαι και όοοοχι ° langgezogene Vokale wie jaaa und neiiin [die Art,...
  • ΜΑΚΡΥΣ, -ιά, -ύ...μακρύς, -ιά, -ύ 1. Grundbedeutung: lang [zeitlich, räumlich] 2. το μακρύ του – το κοντό του:...
  • ΜΑΛΑ...μάλα [Adverb] τα μάλα ° σε μεγάλο βαθμό / πάρα πολύ [ΛΜΠ] – π.χ.: • ευχαριστώ τα μάλα [ΛΜΠ] • [...] ο αδελφός μου τα προηγούμενα χρόνια είχε υποφέρει τα μάλα....
  • ΜΑΛΙΣΤΑ...μάλιστα Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. überdies / zudem / noch dazu [wo …] / zumal / gar / besonders [etc.] 3....
  • ΜΑΛΛΙ, το...μαλλί, το 1. Grundbedeutungen: a) das Haar [iS von: Gesamtheit der Haare] (auch: τα μαλλιά) b) die Wolle 2. πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος:...
  • ΜΑΛΛΟΝ...μάλλον 1) wahrscheinlich / vermutlich / wohl:...
  • ΜΑΝΑ, η...μάνα, η 1. Grundbedeutung: die Mutter 2. μάνα μου ° [auch:...
Nachher:
  • ΜΑΝΟΛΙΟΣ, ο...Μανολιός, ο (auch: Μανωλιός, ο) άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς (so bei ΛΚΡ, ΛΚΝ, ΛΜΠ und Εμμ.) (bzw. bei Νατσ.:...
  • ΜΑΝΟΥΛΑ, η...μανούλα, η ο επιδέξιος, ο ικανός, αυτός που ξέρει να επιδιορθώνει ή να κατασκευάζει κάτι κτλ. Λέγεται συνήθως "είμαι μανούλα σε κάτι". [ΛΔΗ] π.χ.:...
  • ΜΑΝΩΛΙΟΣ, ο...Μανωλιός, ο s. Μανολιός, ο ...
  • ΜΑΠΑ, η...μάπα, η τρώω στη μάπα: ανέχομαι, πρέπει να υποστώ κάποιον/κάτι [ΑΓΝ, σ. 150] // για κπ. ή κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που το(ν) έχουμε βαρεθεί [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΜΑΡΑΖΩΝΩ...τάσια της Γερμανίας και στα ορυχεία ° die Tüchtigsten [aus diesem griechischen Dorf] verkümmerten in den Fabriken Deutsch­lands und in den Bergwerken [GF+DF aus:...
  • ΜΑΡΙΑ, η... η κουτσή Μαρία: s. unter κουτσός, -ή, -ό (Z 3) ...
  • ΜΑΡΙΚΑΚΙ (το)...Μαρικάκι (το) Koseform des Namens "Μαρία" (vgl. das Lied "Το Μαρικάκι" [Σπανός/Λ.Παπαδόπουλος],...
  • ΜΑΡΚΟΝΗΣ, ο...μαρκόνης, ο ασυρματιστής (εκ του ονόματος του εφευρέτη του ασυρμάτου) [Quelle:...
  • ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μαρμαρωμένος, -η, -ο ο μαρμαρωμένος βασιλιάς (= Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – ο τελευταίος αυτοκρατόρας του Βυζαντίου*): βλ. Νατσ., σ. 384 (s. auch:...