Μαδιάμ (η)


τα έκανε γης Μαδιάμ: zur Herkunft s. Νατσ., σ. 484

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΛΥΣΣΑ, η...λύσσα, η • η λύσσα ° die rasende Wut [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • Όσοι αποτυγχάνουν παταγωδώς, αρνούνται με λύσσα τις οφειλές τους. ° Alle,...
  • ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λυσσασμένος, -η, -ο • Ωστόσο, οι πιο λυσσασμένοι οχτροί μας στάθηκαν οι Τούρκοι λιποτάχτες. ° Doch unsere erbittertsten Feinde waren die türkischen Deserteure....
  • ΛΥΤΟΣ, -ή, -ό...λυτός, -ή, -ό • Όσο είναι μέσα στο αμπρί τα μάτια τους είναι λυτά. ° Solange sie [= die Kriegsgefan­genen] im Unterstand sind, sind ihre Augen nicht verbunden....
  • ΜΑ...μα 1. Grundbedeutung: aber 2. μα + Wiederholung des vorangegangenen Wortes: • κι εσύ είχες έναν πονοκέφαλο … μα έναν πονοκέφαλο, που σου ’πεφτε ό,...
  • ΜΑΓΕΙΡΕΥΤΑ, τα...μαγειρευτά, τα = Gekochtes aus Topf oder Backofen [lt. abgebilde­ter Speisekarte z.B. ντολμαδάκια, φασολάκια, μουσακάς, παστίτσιο, στιφάδο,...
  • ΜΑΓΕΡΙΚΟ, το...μαγέρικο, το = die Garküche [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] vgl. die Beschreibung eines μαγέρικο (in Γιάννενα) durch Β. Αλεξάκης im Buch: Η μητρική γλώσσα, S....
  • ΜΑΓΙΚΟΣ, -ή, -ό...μαγικός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Να ήταν μαγικό το κάστανο και της εμφύσησε την απάντηση με τρόπο ανάλογο; ° Ging von der Marone Zauberkraft aus,...
  • ΜΑΓΙΣΣΑ, η...μάγισσα, η • Αλλά, εκεί κάπου πριν από τα Χριστούγεννα [του 1975], καθώς αναμενόταν η κάθοδος της Μαρίας [από τα Γιάννενα] στην Αθήνα για τις γιορτές,...
  • ΜΑΓΚΑΣ, ο...μάγκας, ο • Είμαι αξιοθαύμαστος. Μου βγάζω το καπέλο. Ρομπ, παιδί μου, είσαι μάγκας. ° I've got to admire myself, really....
  • ΜΑΓΚΙΩΡΟΣ, ο [bzw.] ΜΑΓΚΙΟΡΟΣ, ο...μαγκιώρος, ο [bzw.] μαγκιόρος, ο Η λέξη είναι ιταλική και παράγεται από το "ματζόρε" (maggiore) που θα πει μεγαλύτερος, ανώτερος....
Nachher:
  • ΜΑΖΙ...μαζί 1. Grundbedeutungen: a) zusammen [etc.]: • Πάμε να φάμε μαζί; ° Gehen wir [heute Abend] zusammen (miteinander) essen?...
  • ΜΑΖΩ...μάζω (Stamm II: να μάσω / Aorist: έμασα [Quelle: ΛΔΤΚ])* *[Anm.: Vgl. auch ΛΚΝ und ΛΜΠ:...
  • ΜΑΘΑΙΝΩ...μαθαίνω 1. Grundbedeutungen: a) lernen b) erfahren c) beibringen d) sich gewöhnen 2. σε (τον / την ...) έμαθα:...
  • ΜΑΘΕΣ...μαθές Συμπληρωματικό μόριο χωρίς κανένα συγκεκριμένο νόημα πια. Μπορεί να παρα­λείπεται, το νόημα δεν αλλάζει. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ερωτηματικές προτάσεις....
  • ΜΑΘΕΥΟΜΑΙ...μαθεύομαι = sich herumsprechen / bekannt werden [ein Umstand oder ein Ereignis] ...
  • ΜΑΘΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μαθημένος, -η, -ο μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια: idiomatische Wendung ("συνηθίσαμε πια") [s. "Η γλώσσα των ιδιωτισμών και των εκφράσεων", S. 67] zB.:...
  • ΜΑΙΡΑΚΙ (το)...Μαιράκι (το) • Μαιράκι, όταν μου ζήτησες να γράψω το βιογραφικό σου, συνειδητοποίησα ότι ήταν αδύνατο να εκφράσω όσα σκέφτομαι για σένα....
  • ΜΑΚΑΡΙ...μακάρι 1) [bezogen auf einen noch realisierbaren Wunsch]: • Μακάρι τώρα να βάλει μυαλό....
  • ΜΑΚΑΡΙΖΩ...μακαρίζω • [...] τι κρύβεται πίσω απ’ το πέπλο του μέλλοντος, για το οποίο η λαίδη Χάμιλτον συνήθιζε να λέει "μηδένα προ του τέλους μακάριζε". ° […],...