μαγκιώρος, ο [bzw.] μαγκιόρος, ο
Η λέξη είναι ιταλική και παράγεται από το "ματζόρε" (maggiore) που θα πει μεγαλύτερος, ανώτερος. Μ’ αυτή την τελευταία έννοια τη χρησιμοποιεί ο λαός, όταν θέλει να μιλήσει για την "καπατσοσύνη" γενικά ή για κάποια ιδιαίτερη ικανότητα ενός ανθρώπου. [Νατσ., σ. 168]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΛΥΠΗΣΗ, η...λύπηση, η = ~ der Kummer / das Mitleid / das Bedauern [etc.] zB.: • κουνώντας το κεφάλι με λύπηση ...
- ΛΥΣΣΑ, η...λύσσα, η • η λύσσα ° die rasende Wut [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • Όσοι αποτυγχάνουν παταγωδώς, αρνούνται με λύσσα τις οφειλές τους. ° Alle,...
- ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λυσσασμένος, -η, -ο • Ωστόσο, οι πιο λυσσασμένοι οχτροί μας στάθηκαν οι Τούρκοι λιποτάχτες. ° Doch unsere erbittertsten Feinde waren die türkischen Deserteure....
- ΛΥΤΟΣ, -ή, -ό...λυτός, -ή, -ό • Όσο είναι μέσα στο αμπρί τα μάτια τους είναι λυτά. ° Solange sie [= die Kriegsgefangenen] im Unterstand sind, sind ihre Augen nicht verbunden....
- ΜΑ...μα 1. Grundbedeutung: aber 2. μα + Wiederholung des vorangegangenen Wortes: • κι εσύ είχες έναν πονοκέφαλο … μα έναν πονοκέφαλο, που σου ’πεφτε ό,...
- ΜΑΓΕΙΡΕΥΤΑ, τα...μαγειρευτά, τα = Gekochtes aus Topf oder Backofen [lt. abgebildeter Speisekarte z.B. ντολμαδάκια, φασολάκια, μουσακάς, παστίτσιο, στιφάδο,...
- ΜΑΓΕΡΙΚΟ, το...μαγέρικο, το = die Garküche [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] vgl. die Beschreibung eines μαγέρικο (in Γιάννενα) durch Β. Αλεξάκης im Buch: Η μητρική γλώσσα, S....
- ΜΑΓΙΚΟΣ, -ή, -ό...μαγικός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Να ήταν μαγικό το κάστανο και της εμφύσησε την απάντηση με τρόπο ανάλογο; ° Ging von der Marone Zauberkraft aus,...
- ΜΑΓΙΣΣΑ, η...μάγισσα, η • Αλλά, εκεί κάπου πριν από τα Χριστούγεννα [του 1975], καθώς αναμενόταν η κάθοδος της Μαρίας [από τα Γιάννενα] στην Αθήνα για τις γιορτές,...
- ΜΑΓΚΑΣ, ο...μάγκας, ο • Είμαι αξιοθαύμαστος. Μου βγάζω το καπέλο. Ρομπ, παιδί μου, είσαι μάγκας. ° I've got to admire myself, really....
Nachher:
- ΜΑΔΙΑΜ (η)...Μαδιάμ (η) τα έκανε γης Μαδιάμ: zur Herkunft s. Νατσ., σ. 484 ...
- ΜΑΖΙ...μαζί 1. Grundbedeutungen: a) zusammen [etc.]: • Πάμε να φάμε μαζί; ° Gehen wir [heute Abend] zusammen (miteinander) essen?...
- ΜΑΖΩ...μάζω (Stamm II: να μάσω / Aorist: έμασα [Quelle: ΛΔΤΚ])* *[Anm.: Vgl. auch ΛΚΝ und ΛΜΠ:...
- ΜΑΘΑΙΝΩ...μαθαίνω 1. Grundbedeutungen: a) lernen b) erfahren c) beibringen d) sich gewöhnen 2. σε (τον / την ...) έμαθα:...
- ΜΑΘΕΣ...μαθές Συμπληρωματικό μόριο χωρίς κανένα συγκεκριμένο νόημα πια. Μπορεί να παραλείπεται, το νόημα δεν αλλάζει. Χρησιμοποιείται συνήθως σε ερωτηματικές προτάσεις....
- ΜΑΘΕΥΟΜΑΙ...μαθεύομαι = sich herumsprechen / bekannt werden [ein Umstand oder ein Ereignis] ...
- ΜΑΘΗΜΕΝΟΣ, -η, -ο...μαθημένος, -η, -ο μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια: idiomatische Wendung ("συνηθίσαμε πια") [s. "Η γλώσσα των ιδιωτισμών και των εκφράσεων", S. 67] zB.:...
- ΜΑΙΡΑΚΙ (το)...Μαιράκι (το) • Μαιράκι, όταν μου ζήτησες να γράψω το βιογραφικό σου, συνειδητοποίησα ότι ήταν αδύνατο να εκφράσω όσα σκέφτομαι για σένα....
- ΜΑΚΑΡΙ...μακάρι 1) [bezogen auf einen noch realisierbaren Wunsch]: • Μακάρι τώρα να βάλει μυαλό....