μα
1. Grundbedeutung: aber
• Γυρίζει το λοιπό ξαγριεμένος και τους περνά γαλλικά ένα λούσιμο, μα ένα λούσιμο! Πιάνει κιόλας έναν από το γιακά και τόνε σέρνει, να σηκωθεί. |
Tobend kommt er zurück [sc. der französische Vorgesetzte der griechischen Soldaten] und verabreicht ihnen auf Französisch eine Dusche [sc. eine heftige Zurechtweisung], aber was für eine! Er packt sogar einen am Kragen und zieht ihn hoch. [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
ganz abgesehen von jeglichem Nutzen [sc.: ganz abgesehen vom Fehlen jeglichen (jedweden) persönlichen Nutzens/Vorteils (für die Vereinsmitglieder aus ihrer Vereinstätigkeit)] [GF (Übersetzung aus dem Deutschen) + DF aus: Kalimerhaba] |
|
• Η Λουίζα σκέφτηκε [...] πως δεν ήταν καθόλου μα καθόλου σωστό. |
Luise dachte [war der Meinung], […] dass das gar nicht, aber schon ganz und gar nicht richtig sei [sich so zu verhalten]. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
[...], und sie [sc. die bösen Geister] kommen nie und nimmermehr zurück. [GF (Übersetzung aus dem Deutschen) + DF aus: Kalimerhaba] |
|
Wieviel Unterzeug [= Unterwäsche] hatte sie [= meine Mutter] in ihrem Leben geflickt! |
Wenn du aber von den Mädchen sprichst [sc. von der Anmut der Mädchen, die man in dieser Region sieht], dann stimme ich dir zu. Bei Gott! Was für eine appetitliche Erscheinung ist das? Was für Satansweiber, Zuckerpüppchen aus Butter und Honig! |
|
Bei Gott, ich beneidete ihn [sc. den Toten]! Er schien so sicher! |
|
• [...] πως υποφέρνει [= υποφέρει] από έναν κάλο τέσσερα χρόνια. Ναι, μα το Θεό, τέσσερα ολάκερα χρόνια, [...] |
...[er erzählte uns], dass er schon vier Jahre an einem Hühnerauge leide, [ja] wahrhaftig vier Jahre, […] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Να, μα τον άη-Νικόλα, ως εδωνά μού ήρθε να με πάρουν τα δάκρυα. |
Beim Heiligen Nikolas, der [= dieser Mann, den wir vorhin singen hörten] treibt einem die Tränen in die Augen … [so bewegend war seine Stimme bzw. sein Gesang] |
• "Τι γίνεται, μα το Θεό!" απορούσαν κάποιοι, [...] |
"Du lieber Himmel, wie ist es bloß möglich!" staunten manche Leute [über die unglaublichen Fähigkeiten dieses Mannes], […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
4. μα καλά: s. unter καλά (Z 17)
5. μα την αλήθεια: s. unter αλήθεια, η (Z 3)
Weitere Wörter:
- ΛΟΥΛΑΣ, ο...λουλάς, ο • Εδώ παρασκεύαζε ο Χατζής το χασίς και ετοιμαζόνταν οι λουλάδες και οι ναργκιλέδες. [aus der Beschreibung eines "τεκές" in "Ντέφι" Nr. 6, S....
- ΛΟΥΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λουσμένος, -η, -ο [praktikable Übersetzung in entsprechenden Zusammenhängen eventuell]:...
- ΛΟΥΤΡΟ, το...λουτρό, το έμεινε στα κρύα του λουτρού:...
- ΛΥΓΙΖΩ...λυγίζω • Πικράθηκα, αλλά δε λύγισα. ° Ich habe viele Enttäuschungen erlebt, aber ich habe mich nicht gebeugt. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
- ΛΥΚΕΙΟ, το...λύκειο, το • Η Λία έπιασε φιλία μ’ έναν μεγαλύτερο από την δευτέρα λυκείου [...]....
- ΛΥΝΩ...λύνω 1. λύνει και δένει: Τη φράση τη μεταχειριζόμαστε μεταφορικά, για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι έχει μεγάλη δύναμη (εξουσία),...
- ΛΥΠΗΣΗ, η...λύπηση, η = ~ der Kummer / das Mitleid / das Bedauern [etc.] zB.: • κουνώντας το κεφάλι με λύπηση ...
- ΛΥΣΣΑ, η...λύσσα, η • η λύσσα ° die rasende Wut [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • Όσοι αποτυγχάνουν παταγωδώς, αρνούνται με λύσσα τις οφειλές τους. ° Alle,...
- ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λυσσασμένος, -η, -ο • Ωστόσο, οι πιο λυσσασμένοι οχτροί μας στάθηκαν οι Τούρκοι λιποτάχτες. ° Doch unsere erbittertsten Feinde waren die türkischen Deserteure....
- ΛΥΤΟΣ, -ή, -ό...λυτός, -ή, -ό • Όσο είναι μέσα στο αμπρί τα μάτια τους είναι λυτά. ° Solange sie [= die Kriegsgefangenen] im Unterstand sind, sind ihre Augen nicht verbunden....
- ΜΑΓΕΙΡΕΥΤΑ, τα...μαγειρευτά, τα = Gekochtes aus Topf oder Backofen [lt. abgebildeter Speisekarte z.B. ντολμαδάκια, φασολάκια, μουσακάς, παστίτσιο, στιφάδο,...
- ΜΑΓΕΡΙΚΟ, το...μαγέρικο, το = die Garküche [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] vgl. die Beschreibung eines μαγέρικο (in Γιάννενα) durch Β. Αλεξάκης im Buch: Η μητρική γλώσσα, S....
- ΜΑΓΙΚΟΣ, -ή, -ό...μαγικός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Να ήταν μαγικό το κάστανο και της εμφύσησε την απάντηση με τρόπο ανάλογο; ° Ging von der Marone Zauberkraft aus,...
- ΜΑΓΙΣΣΑ, η...μάγισσα, η • Αλλά, εκεί κάπου πριν από τα Χριστούγεννα [του 1975], καθώς αναμενόταν η κάθοδος της Μαρίας [από τα Γιάννενα] στην Αθήνα για τις γιορτές,...
- ΜΑΓΚΑΣ, ο...μάγκας, ο • Είμαι αξιοθαύμαστος. Μου βγάζω το καπέλο. Ρομπ, παιδί μου, είσαι μάγκας. ° I've got to admire myself, really....
- ΜΑΓΚΙΩΡΟΣ, ο [bzw.] ΜΑΓΚΙΟΡΟΣ, ο...μαγκιώρος, ο [bzw.] μαγκιόρος, ο Η λέξη είναι ιταλική και παράγεται από το "ματζόρε" (maggiore) που θα πει μεγαλύτερος, ανώτερος....
- ΜΑΔΙΑΜ (η)...Μαδιάμ (η) τα έκανε γης Μαδιάμ: zur Herkunft s. Νατσ., σ. 484 ...
- ΜΑΖΙ...μαζί 1. Grundbedeutungen: a) zusammen [etc.]: • Πάμε να φάμε μαζί; ° Gehen wir [heute Abend] zusammen (miteinander) essen?...
- ΜΑΖΩ...μάζω (Stamm II: να μάσω / Aorist: έμασα [Quelle: ΛΔΤΚ])* *[Anm.: Vgl. auch ΛΚΝ und ΛΜΠ:...