μα


1. Grundbedeutung: aber


2. μα + Wiederholung des vorangegangenen Wortes:

• κι εσύ είχες έναν πονοκέφαλο … μα έναν πονοκέφαλο, που σου ’πεφτε ό,τι έπιανες στα χέρια

und du hattest Kopfschmerzen … solche Kopf­schmerzen, dass dir alles, was du angefasst hast, aus der Hand fiel

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως / drei Punkte im jeweili­gen Original]

• Γυρίζει το λοιπό ξαγριεμένος και τους περνά γαλλικά ένα λούσιμο, μα ένα λούσιμο! Πιάνει κιόλας έναν από το γιακά και τόνε σέρνει, να σηκωθεί.

Tobend kommt er zurück [sc. der franzö­si­sche Vor­ge­setzte der griechischen Solda­ten] und verabreicht ihnen auf Französisch eine Dusche [sc. eine heftige Zurechtwei­sung], aber was für eine! Er packt sogar einen am Kragen und zieht ihn hoch.

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• εκτός του ότι δεν έχουν κανένα, μα κανένα προσωπικό ώφελος [Anm.: richtig wohl: όφελος]

ganz abgesehen von jeglichem Nutzen [sc.: ganz abgesehen vom Fehlen jegli­chen (jedwe­den) per­sönlichen Nutzens/Vor­teils (für die Vereinsmitglieder aus ihrer Vereinstätigkeit)]       

[GF (Übersetzung aus dem Deutschen) + DF aus: Kalimerhaba]

• Η Λουίζα σκέφτηκε [...] πως δεν ήταν καθόλου μα καθόλου σωστό.

Luise dachte [war der Meinung], […] dass das gar nicht, aber schon ganz und gar nicht richtig sei [sich so zu verhalten].

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• [...] και δε θά ’ρθουν ποτέ, μα ποτέ πια πίσω.

[...], und sie [sc. die bösen Geister] kommen nie und nimmermehr zurück.

[GF (Übersetzung aus dem Deutschen) + DF aus: Kalimerhaba]

• Πόσα μα πόσα σκουτιά δεν μπάλωσε στη ζωή της!

Wieviel Unterzeug [= Unter­­sche] hatte sie [= meine Mutter] in ihrem Leben ge­flickt!

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]


3. μα τον Άγιο / μα το Θεό / μα το Χριστό [etc.]:

• Να μου πεις για τα κορίτσα, να σ’ εννοήσω. Μα τον Άγιο! Τι αφράτο πράμα είν’ τούτο; Τι θηλυκά του Σατανά, ζυμωμένα με βούτυρο και ζάχαρη;

Wenn du aber von den Mäd­chen sprichst [sc. von der Anmut der Mädchen, die man in dieser Region sieht], dann stimme ich dir zu. Bei Gott! Was für eine appetitliche Er­scheinung ist das? Was für Sa­tans­weiber, Zuckerpüppchen aus Butter und Honig!       

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• Τον ζήλευα, μα το Χριστό! Έμοιαζε τόσο σίγουρος.

Bei Gott, ich beneidete ihn [sc. den Toten]! Er schien so sicher!   

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• [...] πως υποφέρνει [= υποφέρει] από έναν κάλο τέσσερα χρόνια. Ναι, μα το Θεό, τέσσερα ολάκερα χρόνια, [...]

...[er erzählte uns], dass er schon vier Jahre an einem Hühnerauge leide, [ja] wahr­haftig vier Jahre, […]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Να, μα τον άη-Νικόλα, ως εδωνά μού ήρθε να με πάρουν τα δάκρυα.

Beim Heiligen Nikolas, der [= dieser Mann, den wir vorhin singen hörten] treibt einem die Tränen in die Augen … [so bewegend war seine Stimme bzw. sein Gesang]

[Anm.: Aussage eines Fischers – vermutl. deshalb seine Bezugnahme auf den Heili­gen Nikolas als Schutzpatron der Seeleute]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω // Anm.: drei Punkte der DF im Original]

• "Τι γίνεται, μα το Θεό!" απορούσαν κάποιοι, [...]

"Du lieber Himmel, wie ist es bloß mög­lich!" staunten manche Leute [über die unglaub­lichen Fähigkeiten dieses Mannes], […]    [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


4. μα καλά: s. unter καλά (Z 17)

5. μα την αλήθεια: s. unter αλήθεια, η (Z 3)




Weitere Wörter:

Vorher
  • ΛΟΥΛΑΣ, ο...λουλάς, ο • Εδώ παρασκεύαζε ο Χατζής το χασίς και ετοιμαζόνταν οι λουλάδες και οι ναργκιλέδες. [aus der Beschreibung eines "τεκές" in "Ντέφι" Nr. 6, S....
  • ΛΟΥΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λουσμένος, -η, -ο [praktikable Übersetzung in entsprechenden Zu­sammenhängen eventuell]:...
  • ΛΟΥΤΡΟ, το...λουτρό, το έμεινε στα κρύα του λουτρού:...
  • ΛΥΓΙΖΩ...λυγίζω • Πικράθηκα, αλλά δε λύγισα. ° Ich habe viele Enttäuschungen erlebt, aber ich habe mich nicht gebeugt. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
  • ΛΥΚΕΙΟ, το...λύκειο, το • Η Λία έπιασε φιλία μ’ έναν μεγαλύτερο από την δευτέρα λυκείου [...]....
  • ΛΥΝΩ...λύνω 1. λύνει και δένει: Τη φράση τη μεταχειριζόμαστε μεταφορικά, για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι έχει μεγάλη δύναμη (εξουσία),...
  • ΛΥΠΗΣΗ, η...λύπηση, η = ~ der Kummer / das Mitleid / das Bedauern [etc.] zB.: • κουνώντας το κεφάλι με λύπηση ...
  • ΛΥΣΣΑ, η...λύσσα, η • η λύσσα ° die rasende Wut [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • Όσοι αποτυγχάνουν παταγωδώς, αρνούνται με λύσσα τις οφειλές τους. ° Alle,...
  • ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λυσσασμένος, -η, -ο • Ωστόσο, οι πιο λυσσασμένοι οχτροί μας στάθηκαν οι Τούρκοι λιποτάχτες. ° Doch unsere erbittertsten Feinde waren die türkischen Deserteure....
  • ΛΥΤΟΣ, -ή, -ό...λυτός, -ή, -ό • Όσο είναι μέσα στο αμπρί τα μάτια τους είναι λυτά. ° Solange sie [= die Kriegsgefan­genen] im Unterstand sind, sind ihre Augen nicht verbunden....
Nachher:
  • ΜΑΓΕΙΡΕΥΤΑ, τα...μαγειρευτά, τα = Gekochtes aus Topf oder Backofen [lt. abgebilde­ter Speisekarte z.B. ντολμαδάκια, φασολάκια, μουσακάς, παστίτσιο, στιφάδο,...
  • ΜΑΓΕΡΙΚΟ, το...μαγέρικο, το = die Garküche [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] vgl. die Beschreibung eines μαγέρικο (in Γιάννενα) durch Β. Αλεξάκης im Buch: Η μητρική γλώσσα, S....
  • ΜΑΓΙΚΟΣ, -ή, -ό...μαγικός, -ή, -ό 1. [allgemein]: • Να ήταν μαγικό το κάστανο και της εμφύσησε την απάντηση με τρόπο ανάλογο; ° Ging von der Marone Zauberkraft aus,...
  • ΜΑΓΙΣΣΑ, η...μάγισσα, η • Αλλά, εκεί κάπου πριν από τα Χριστούγεννα [του 1975], καθώς αναμενόταν η κάθοδος της Μαρίας [από τα Γιάννενα] στην Αθήνα για τις γιορτές,...
  • ΜΑΓΚΑΣ, ο...μάγκας, ο • Είμαι αξιοθαύμαστος. Μου βγάζω το καπέλο. Ρομπ, παιδί μου, είσαι μάγκας. ° I've got to admire myself, really....
  • ΜΑΓΚΙΩΡΟΣ, ο [bzw.] ΜΑΓΚΙΟΡΟΣ, ο...μαγκιώρος, ο [bzw.] μαγκιόρος, ο Η λέξη είναι ιταλική και παράγεται από το "ματζόρε" (maggiore) που θα πει μεγαλύτερος, ανώτερος....
  • ΜΑΔΙΑΜ (η)...Μαδιάμ (η) τα έκανε γης Μαδιάμ: zur Herkunft s. Νατσ., σ. 484 ...
  • ΜΑΖΙ...μαζί 1. Grundbedeutungen: a) zusammen [etc.]: • Πάμε να φάμε μαζί; ° Gehen wir [heute Abend] zusammen (miteinander) essen?...
  • ΜΑΖΩ...μάζω (Stamm II: να μάσω / Aorist: έμασα [Quelle: ΛΔΤΚ])* *[Anm.: Vgl. auch ΛΚΝ und ΛΜΠ:...