λυγίζω


• Πικράθηκα, αλλά δε λύγισα.  °  Ich habe viele Enttäuschungen erlebt, aber ich habe mich nicht gebeugt.    [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus: Kalimerhaba]

• Τα γόνατά μου λύγισαν και έπρεπε να κρατηθώ γερά μέχρι να μου περάσει η σύντομη αυτή κρίση αδυναμίας.  °  Die Knie wurden mir weich, und ich musste mich festhalten, bis der kleine Schwächeanfall vorbeiging.    [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΛΟΓΙΚΗ, η...λογική, η βάσει λογικής: • Μπορεί ο Νασίφ Μόρις να μην έχει ξεπεράσει πλήρως το πρόβλημα στο δικέφαλο του ποδιού του,...
  • ΛΟΓΙΚΟΣ, ο...λογικός,...
  • ΛΟΓΟΣ, ο...λόγος, ο 1. Grundbedeutungen: a) der Grund (Pl.: οι λόγοι) b) die Rede [die jemand hält] (Pl.: οι λόγοι) c) das Wort [allgemein] (Pl.:...
  • ΛΟΙΜΟΣ, ο...λοιμός, ο = die Seuche [Anm.: ο λοιμός ist zu unterscheiden von: ο λιμός (= die Hungersnot)!] ...
  • ΛΟΙΠΟΝ...λοιπόν 1. Grundbedeutung: also 2. [in Fragensätzen allenfalls]: denn – z.B.: • Τι κάνετε, λοιπόν, Ελβίρα; ° Wie geht es Ihnen denn, Elvira? [DF+GF aus:...
  • ΛΟΞΟΣ, -ή, -ό...λοξός, -ή, -ό • κι άρχισαν [...] και να ρίχνουν λοξές ματιές σ’ εμένα ° und fingen an [...(zu tuscheln)], und warfen schiefe Blicke auf mich [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΛΟΥΖΩ...λούζω • το μισό δωμάτιο το έλουζε ο πρωινός ήλιος das halbe Zimmer wurde vom mor­gend­­lichen Son­­nen­schein durchflutet [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΛΟΥΛΑΣ, ο...λουλάς, ο • Εδώ παρασκεύαζε ο Χατζής το χασίς και ετοιμαζόνταν οι λουλάδες και οι ναργκιλέδες. [aus der Beschreibung eines "τεκές" in "Ντέφι" Nr. 6, S....
  • ΛΟΥΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λουσμένος, -η, -ο [praktikable Übersetzung in entsprechenden Zu­sammenhängen eventuell]:...
  • ΛΟΥΤΡΟ, το...λουτρό, το έμεινε στα κρύα του λουτρού:...
Nachher:
  • ΛΥΚΕΙΟ, το...λύκειο, το • Η Λία έπιασε φιλία μ’ έναν μεγαλύτερο από την δευτέρα λυκείου [...]....
  • ΛΥΝΩ...λύνω 1. λύνει και δένει: Τη φράση τη μεταχειριζόμαστε μεταφορικά, για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι έχει μεγάλη δύναμη (εξουσία),...
  • ΛΥΠΗΣΗ, η...λύπηση, η = ~ der Kummer / das Mitleid / das Bedauern [etc.] zB.: • κουνώντας το κεφάλι με λύπηση ...
  • ΛΥΣΣΑ, η...λύσσα, η • η λύσσα ° die rasende Wut [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • Όσοι αποτυγχάνουν παταγωδώς, αρνούνται με λύσσα τις οφειλές τους. ° Alle,...
  • ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λυσσασμένος, -η, -ο • Ωστόσο, οι πιο λυσσασμένοι οχτροί μας στάθηκαν οι Τούρκοι λιποτάχτες. ° Doch unsere erbittertsten Feinde waren die türkischen Deserteure....
  • ΛΥΤΟΣ, -ή, -ό...λυτός, -ή, -ό • Όσο είναι μέσα στο αμπρί τα μάτια τους είναι λυτά. ° Solange sie [= die Kriegsgefan­genen] im Unterstand sind, sind ihre Augen nicht verbunden....
  • ΜΑ...μα 1. Grundbedeutung: aber 2. μα + Wiederholung des vorangegangenen Wortes: • κι εσύ είχες έναν πονοκέφαλο … μα έναν πονοκέφαλο, που σου ’πεφτε ό,...
  • ΜΑΓΕΙΡΕΥΤΑ, τα...μαγειρευτά, τα = Gekochtes aus Topf oder Backofen [lt. abgebilde­ter Speisekarte z.B. ντολμαδάκια, φασολάκια, μουσακάς, παστίτσιο, στιφάδο,...
  • ΜΑΓΕΡΙΚΟ, το...μαγέρικο, το = die Garküche [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] vgl. die Beschreibung eines μαγέρικο (in Γιάννενα) durch Β. Αλεξάκης im Buch: Η μητρική γλώσσα, S....