λούζω


• το μισό δωμάτιο το έλουζε ο πρωινός ήλιος

das halbe Zimmer wurde vom mor­gend­­lichen Son­­nen­schein durchflutet   

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Ο διάδρομος [...] λουζόταν στο φως.

Der Flur …[der Krankenhausabteilung] war in Licht getaucht.    [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε.

Kalter Schweiß lief mir [vor Angst] den Rücken runter.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• αδημονούσε, την έλουζε ένα αίσθημα νοσταλγίας και φόβου

jedesmal verspürte sie eine bange Span­nung, ein Gefühl voller Sehnsucht und Angst

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

[Anm.: praktikable Übersetzungsalterna­ti­ve von "την έλουζε ένα αίσθημα ..." wäre auch: "es überkam sie ein Gefühl …"]


Anm.: λουσμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort  


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΛΙΩΝΩ...λιώνω ([bzw.] λειώνω) 1. zur Schreibweise: - λιώνω [ΛΚΝ und Pons online // lt. ΛΜΠ die Schreibweise der Schulgrammatik] - λειώνω [lt....
  • ΛΟΓΑΡΙΑΖΩ...λογαριάζω • Auf ihre [= der beiden Töchter] Manieren, ja, und auf ihre Tugend wurde geachtet, da verstand der Patriarch [sc....
  • ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ, ο...λογαριασμός, ο 1. είδη λογαριασμού (στην τράπεζα): όψεως / ταμιευτηρίου / προθεσμίας / συναλλάγματος 2. ανοίγω λογαριασμό:...
  • ΛΟΓΙΑ, τα...λόγια, τα Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. χάνω τα λόγια μου 3. μετρώ τα λόγια μου 4. μασώ τα λόγια μου 5. δεν παίρνω από λόγια 6. έρχεσαι (έρχεται, ......
  • ΛΟΓΙΚΗ, η...λογική, η βάσει λογικής: • Μπορεί ο Νασίφ Μόρις να μην έχει ξεπεράσει πλήρως το πρόβλημα στο δικέφαλο του ποδιού του,...
  • ΛΟΓΙΚΟΣ, ο...λογικός,...
  • ΛΟΓΟΣ, ο...λόγος, ο 1. Grundbedeutungen: a) der Grund (Pl.: οι λόγοι) b) die Rede [die jemand hält] (Pl.: οι λόγοι) c) das Wort [allgemein] (Pl.:...
  • ΛΟΙΜΟΣ, ο...λοιμός, ο = die Seuche [Anm.: ο λοιμός ist zu unterscheiden von: ο λιμός (= die Hungersnot)!] ...
  • ΛΟΙΠΟΝ...λοιπόν 1. Grundbedeutung: also 2. [in Fragensätzen allenfalls]: denn – z.B.: • Τι κάνετε, λοιπόν, Ελβίρα; ° Wie geht es Ihnen denn, Elvira? [DF+GF aus:...
  • ΛΟΞΟΣ, -ή, -ό...λοξός, -ή, -ό • κι άρχισαν [...] και να ρίχνουν λοξές ματιές σ’ εμένα ° und fingen an [...(zu tuscheln)], und warfen schiefe Blicke auf mich [GF+DF aus: Ζατέλη:...
Nachher:
  • ΛΟΥΛΑΣ, ο...λουλάς, ο • Εδώ παρασκεύαζε ο Χατζής το χασίς και ετοιμαζόνταν οι λουλάδες και οι ναργκιλέδες. [aus der Beschreibung eines "τεκές" in "Ντέφι" Nr. 6, S....
  • ΛΟΥΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λουσμένος, -η, -ο [praktikable Übersetzung in entsprechenden Zu­sammenhängen eventuell]:...
  • ΛΟΥΤΡΟ, το...λουτρό, το έμεινε στα κρύα του λουτρού:...
  • ΛΥΓΙΖΩ...λυγίζω • Πικράθηκα, αλλά δε λύγισα. ° Ich habe viele Enttäuschungen erlebt, aber ich habe mich nicht gebeugt. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
  • ΛΥΚΕΙΟ, το...λύκειο, το • Η Λία έπιασε φιλία μ’ έναν μεγαλύτερο από την δευτέρα λυκείου [...]....
  • ΛΥΝΩ...λύνω 1. λύνει και δένει: Τη φράση τη μεταχειριζόμαστε μεταφορικά, για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ότι έχει μεγάλη δύναμη (εξουσία),...
  • ΛΥΠΗΣΗ, η...λύπηση, η = ~ der Kummer / das Mitleid / das Bedauern [etc.] zB.: • κουνώντας το κεφάλι με λύπηση ...
  • ΛΥΣΣΑ, η...λύσσα, η • η λύσσα ° die rasende Wut [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • Όσοι αποτυγχάνουν παταγωδώς, αρνούνται με λύσσα τις οφειλές τους. ° Alle,...
  • ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λυσσασμένος, -η, -ο • Ωστόσο, οι πιο λυσσασμένοι οχτροί μας στάθηκαν οι Τούρκοι λιποτάχτες. ° Doch unsere erbittertsten Feinde waren die türkischen Deserteure....