λόγια, τα


Übersicht:

1. Grundbedeutung

2. χάνω τα λόγια μου

3. μετρώ τα λόγια μου

4. μασώ τα λόγια μου

5. δεν παίρνω από λόγια

6. έρχεσαι (έρχεται, ...) στα λόγια μου

7. τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια

8. άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε

9. βαριά λόγια: s. unter βαρύς, -ιά, -ύ (Z 4)


1. Grundbedeutung: die Worte


2. χάνω τα λόγια μου:

a)

• "Γύρνα, κοίτα με στα μάτια όταν σου μιλώ!" Μα μόλις της έκανε ο Θωμάς την χάρι, έχανε τα λόγια της.

"Dreh dich um, sieh mir in die Augen, wenn ich mit dir rede!" [forderte die Mutter] Kaum aber tat ihr Thomas den Gefallen, ver­has­pelte sie sich.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Αλλά είναι αλήθεια ότι, όταν είσαι μπροστά μου, χάνω τα λόγια μου.

[Anm.: vgl. die zweite griechische Über­set­zung desselben deutschen Satzes:

Όμως όταν είσαι μπροστά μου, δεν ξέρω πια τι λέω.]

Aber wenn du vor mir stehst, weiß ich nicht mehr, was ich rede. [so fasziniert bin ich von deinem An­blick]

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• " Όταν με κοιτάς, τα λόγια χάνω" 

[Βασίλης Γιαννόπουλος: τραγούδι "Mi amor"]

---


b)

• Μη χάνεις τα λόγια σου.

Spar dir deine Worte. [denn wir lassen uns nicht zum dem überreden, worum du uns bittest (weil das zu gefährlich ist)]

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]


3. μετρώ τα λόγια μου:

είμαι προσεχτικός στις εκφράσεις μου [Εμμ.]  //  μιλάω με περίσκεψη / μιλάω αφού σκεφτώ πρώτα καλά [ΛΔΗ] 

π.χ.:

• Οι φαντάροι δε μετρούσανε πια τα λόγια τους. Φωνάζανε: "Βαρεθήκαμε να πολεμούμε!"

Die Soldaten wogen ihre Worte nicht mehr ab. Sie riefen: "Wir haben das Kriegführen satt!"   [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]


[bzw. im selben Sinn:]

• "[...]" του αποκρίθηκα, μετρώντας τις κουβέντες μου, […]

"[…]", antwortete ich ihm, meine Worte genau abwägend [sc. darauf bedacht, ihn durch meine Worte nicht zu ver­stimmen bzw. zu provozieren, mir durch meine Äußerung nicht zu schaden etc.], […]

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]


4. μασώ τα λόγια μου:

• "Υπήρχε μια υπόνοια, αλλά δεν επι­βεβαιώθηκε ακόμη ..." μάσησε εκείνος τα λόγια του.

"Es gab einen Verdacht [dass Sie an dieser Krankheit leiden], aber er hat sich noch nicht bestätigt …", druckste er [= der Arzt] herum [als er der betroffenen Patien­tin davon erzählte].      

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ // Anm.: drei Punkte jeweils im Original]

• Ο Γιάννης δεν μασάει τα λόγια του.

Giannis ~nimmt sich kein Blatt vor den Mund. / Giannis ~hält mit seiner Meinung nicht hinter dem Berg. [sc.: er äußert unverhohlen, unver­blümt, offen seine Meinung]


5. δεν παίρνω από λόγια:

• Την τελευταία στιγμή είχε προσπαθήσει να το αναβάλει [το ταξίδι] κι είχε τηλε­φωνήσει στο χωριό αλλά η κυρα-Κούλα δεν έπαιρνε από λόγια.

Im letzten Moment hatte er noch versucht, alles [sc. die Reise in sein Heimatdorf] abzusagen und hatte im Dorf an­gerufen, aber Frau Koula [= seine Mutter] ließ nicht mit sich reden. [daher musste er hin­fahren]

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Προσπάθησα να τον πείσω με το καλό. Δυστυχώς δεν έπαιρνε από λόγια. Έτσι, ομολογώ πως αναγκάστηκα να φτάσω στη βία.

Ich habe versucht, ihn mit Güte zu über­zeugen. Leider haben die Worte bei ihm nichts gefruchtet. So war ich gezwungen, ich gebe es zu, zur Gewalt zu greifen.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] 


6. έρχεσαι (έρχεται, ...) στα λόγια μου:

• Έρχεσαι στα λόγια μου.  °  Du sprichst mir aus der Seele.  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


7. τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια:

η φλυαρία έχει αρνητικό αποτέλεσμα  [Εμμ.]

π.χ.:

• Τα πολλά λόγια είναι φτώχια.  °  ~Das viele Herumreden bringt nichts (führt zu nichts). [wir müssen jetzt handeln]   [GF: Α. Αλεξάνδρου: Το κιβώτιο, S. 49, 4.Z. // S. 68, 2.A., 1.Z.]

• Και λίγα λόγια ... γιατί τα λόγια είναι φτώχεια.   [Ε. Αλεξίου: Anthologie I, S. 347, 5. Z.]


8. άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε:

όταν υπάρχει ασυνεννοησία, άλλα λέει ο ένας και άλλα ο άλλος ή όταν κάποιος αποφεύγει να μιλήσει για το θέμα που συζητείται  [ΛΜΠ]  //  άλλες κουβέντες για να μην τσακωθούμε [Νατσ., σ. 44]  //  ας αλλάξουμε συζήτηση  [ΛΚΝ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΛΙΓΩΝΩ...λιγώνω [bzw.] ξελιγώνω Συνήθως ενισχύονται με την προσυλλαβή "ξε-": ξελιγώνω (+ ξελιγώνομαι) λιγώνω ° ταλαιπωρώ, καταπονώ, κουράζω,...
  • ΛΙΜΑΝΙΩΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λιμανιώτικος, -η, -ο • λιμανιώτικες ταβέρνες ° Hafentavernen [GF aus einem Roman von Καζαντζάκης] ...
  • ΛΙΜΟΣ, ο...λιμός, ο = die Hungersnot [Anm.: ο λιμός ist zu unterscheiden von: ο λοιμός (= die Seuche)!] ...
  • ΛΙΝΙΑ, η...λίνια, η ιταλ. linea: η γραμμή του Ισημερινού, κατ’ επέκτασιν και του τροπικού [Quelle:...
  • ΛΙΝΟΣ, -ή, -ό...λινός, -ή, -ό • φορούσε λινό, τσαλακωμένο κοστούμι er trug einen zerknitterten Leinenanzug [GF+DF aus:...
  • ΛΙΠΑΣΜΑ, το...λίπασμα, το • [...], και να βλέπεις μέσα απ’ αυτά όλο το λιμάνι, μέχρι τον Προλιμένα. [...] Στο βάθος κάτι τεράστια φουγάρα....
  • ΛΙΣΤΑ, η...λίστα, η Zum Verhältnis der Begriffe "λίστα" und "κατάλογος" s. unter κατάλογος, ο ...
  • ΛΙΩΝΩ...λιώνω ([bzw.] λειώνω) 1. zur Schreibweise: - λιώνω [ΛΚΝ und Pons online // lt. ΛΜΠ die Schreibweise der Schulgrammatik] - λειώνω [lt....
  • ΛΟΓΑΡΙΑΖΩ...λογαριάζω • Auf ihre [= der beiden Töchter] Manieren, ja, und auf ihre Tugend wurde geachtet, da verstand der Patriarch [sc....
  • ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ, ο...λογαριασμός, ο 1. είδη λογαριασμού (στην τράπεζα): όψεως / ταμιευτηρίου / προθεσμίας / συναλλάγματος 2. ανοίγω λογαριασμό:...
Nachher:
  • ΛΟΓΙΚΗ, η...λογική, η βάσει λογικής: • Μπορεί ο Νασίφ Μόρις να μην έχει ξεπεράσει πλήρως το πρόβλημα στο δικέφαλο του ποδιού του,...
  • ΛΟΓΙΚΟΣ, ο...λογικός,...
  • ΛΟΓΟΣ, ο...λόγος, ο 1. Grundbedeutungen: a) der Grund (Pl.: οι λόγοι) b) die Rede [die jemand hält] (Pl.: οι λόγοι) c) das Wort [allgemein] (Pl.:...
  • ΛΟΙΜΟΣ, ο...λοιμός, ο = die Seuche [Anm.: ο λοιμός ist zu unterscheiden von: ο λιμός (= die Hungersnot)!] ...
  • ΛΟΙΠΟΝ...λοιπόν 1. Grundbedeutung: also 2. [in Fragensätzen allenfalls]: denn – z.B.: • Τι κάνετε, λοιπόν, Ελβίρα; ° Wie geht es Ihnen denn, Elvira? [DF+GF aus:...
  • ΛΟΞΟΣ, -ή, -ό...λοξός, -ή, -ό • κι άρχισαν [...] και να ρίχνουν λοξές ματιές σ’ εμένα ° und fingen an [...(zu tuscheln)], und warfen schiefe Blicke auf mich [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΛΟΥΖΩ...λούζω • το μισό δωμάτιο το έλουζε ο πρωινός ήλιος das halbe Zimmer wurde vom mor­gend­­lichen Son­­nen­schein durchflutet [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΛΟΥΛΑΣ, ο...λουλάς, ο • Εδώ παρασκεύαζε ο Χατζής το χασίς και ετοιμαζόνταν οι λουλάδες και οι ναργκιλέδες. [aus der Beschreibung eines "τεκές" in "Ντέφι" Nr. 6, S....
  • ΛΟΥΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λουσμένος, -η, -ο [praktikable Übersetzung in entsprechenden Zu­sammenhängen eventuell]:...