λογαριασμός, ο
1. είδη λογαριασμού (στην τράπεζα):
όψεως / ταμιευτηρίου / προθεσμίας / συναλλάγματος
2. ανοίγω λογαριασμό:
• Πέθανε σαν ήρωας κι αυτό χαλυβδώνει τις ψυχές μας. Ανοίγουμε έναν καινούργιο λογαριασμό με τους Γερμανοϊταλούς. Έχουμε υποχρέωση να εντείνουμε τις δυνάμεις μας, να καταφέρουμε όσο γίνεται περισσότερα θανάσιμα πλήγματα στον εχθρό, βοηθώντας έτσι στην απελευθέρωση της πατρίδας μας. [Worte einer griechischen Widerstandskämpferin im Zweiten Weltkrieg] ["Βεντέτα" Nr. 1013, S. 60]
3. για λογαριασμό + Gen. (bzw. για λογαριασμό μου / σου / ...):
a) für:
• Τον Ιούνιο του 1999 στην Μπολόνια οι 15 υπουργοί Παιδείας της Ε.Ε. μαζί με τις υπό σύνδεση χώρες – συνολικά 29 υπουργοί, με τον Γεράσιμο Αρσένη για λογαριασμό της Ελλάδας – υπογράφουν κοινή διακήρυξη [...] |
Im Juni 1999 unterzeichnen in Bologna die 15 Bildungsminister der EU zusammen mit den künftigen Partnerländern – insgesamt 29 Minister, mit (darunter) Gerasimos Arsenis für Griechenland – eine gemeinsame Erklärung […] |
• Ντρέπομαι για λογαριασμό του. |
Ich schäme mich für ihn. [sc.: für sein schlechtes Benehmen im Restaurant] |
• Η σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση διαμαρτύρεται για τις υπερεξουσίες που διεκδικεί για λογαριασμό του ο προέδρος της Τουρκίας Οζάλ. |
Die sozialdemokratische Opposition [der Türkei] protestiert wegen der ~Machtfülle, die der Präsident der Türkei, Özal, für sich beansprucht. |
b) wegen:
• Είπε μονάχα πως η μητέρα κλαίει κάθε μέρα για λογαριασμό μου. |
Er hat nur gesagt, dass die [= meine] Mutter meinetwegen jeden Tag weint. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Τ’ αδέρφια σου ντρέπονται για λογαριασμό σου. |
Deine Brüder schämen sich deinetwegen. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] [Anm.: alternative Übersetzungsmöglichkeit: Deine Brüder schämen sich für dich.] |
c) über / betreffend:
• Είχε να της πει πολλά σημαντικά πράγματα για λογαριασμό του Γιάννη. |
Er [sc. ein Freund von Jannis] hatte ihr [sc. der Verlobten von Jannis] viele wichtige Dinge über Jannis (Jannis betreffend) zu sagen. |
• Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκέντρωσα για λογαριασμό της [...] |
Den Informationen zufolge, die ich [= der Privatdetektiv] [in Ihrem Auftrag] über sie (sie betreffend) [sc. Ihre voraussichtliche Verlobte] gesammelt habe, [...] |
Weitere Wörter:
- ΛΙΓΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λιγωμένος, -η, -ο [bzw.] ξελιγωμένος, -η, -ο • τα λιγωμένα [του] βλέμματα seine gierig lechzenden Blicke [mit denen er auf das Essen starrte,...
- ΛΙΓΩΝΩ...λιγώνω [bzw.] ξελιγώνω Συνήθως ενισχύονται με την προσυλλαβή "ξε-": ξελιγώνω (+ ξελιγώνομαι) λιγώνω ° ταλαιπωρώ, καταπονώ, κουράζω,...
- ΛΙΜΑΝΙΩΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λιμανιώτικος, -η, -ο • λιμανιώτικες ταβέρνες ° Hafentavernen [GF aus einem Roman von Καζαντζάκης] ...
- ΛΙΜΟΣ, ο...λιμός, ο = die Hungersnot [Anm.: ο λιμός ist zu unterscheiden von: ο λοιμός (= die Seuche)!] ...
- ΛΙΝΙΑ, η...λίνια, η ιταλ. linea: η γραμμή του Ισημερινού, κατ’ επέκτασιν και του τροπικού [Quelle:...
- ΛΙΝΟΣ, -ή, -ό...λινός, -ή, -ό • φορούσε λινό, τσαλακωμένο κοστούμι er trug einen zerknitterten Leinenanzug [GF+DF aus:...
- ΛΙΠΑΣΜΑ, το...λίπασμα, το • [...], και να βλέπεις μέσα απ’ αυτά όλο το λιμάνι, μέχρι τον Προλιμένα. [...] Στο βάθος κάτι τεράστια φουγάρα....
- ΛΙΣΤΑ, η...λίστα, η Zum Verhältnis der Begriffe "λίστα" und "κατάλογος" s. unter κατάλογος, ο ...
- ΛΙΩΝΩ...λιώνω ([bzw.] λειώνω) 1. zur Schreibweise: - λιώνω [ΛΚΝ und Pons online // lt. ΛΜΠ die Schreibweise der Schulgrammatik] - λειώνω [lt....
- ΛΟΓΑΡΙΑΖΩ...λογαριάζω • Auf ihre [= der beiden Töchter] Manieren, ja, und auf ihre Tugend wurde geachtet, da verstand der Patriarch [sc....
- ΛΟΓΙΑ, τα...λόγια, τα Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. χάνω τα λόγια μου 3. μετρώ τα λόγια μου 4. μασώ τα λόγια μου 5. δεν παίρνω από λόγια 6. έρχεσαι (έρχεται, ......
- ΛΟΓΙΚΗ, η...λογική, η βάσει λογικής: • Μπορεί ο Νασίφ Μόρις να μην έχει ξεπεράσει πλήρως το πρόβλημα στο δικέφαλο του ποδιού του,...
- ΛΟΓΙΚΟΣ, ο...λογικός,...
- ΛΟΓΟΣ, ο...λόγος, ο 1. Grundbedeutungen: a) der Grund (Pl.: οι λόγοι) b) die Rede [die jemand hält] (Pl.: οι λόγοι) c) das Wort [allgemein] (Pl.:...
- ΛΟΙΜΟΣ, ο...λοιμός, ο = die Seuche [Anm.: ο λοιμός ist zu unterscheiden von: ο λιμός (= die Hungersnot)!] ...
- ΛΟΙΠΟΝ...λοιπόν 1. Grundbedeutung: also 2. [in Fragensätzen allenfalls]: denn – z.B.: • Τι κάνετε, λοιπόν, Ελβίρα; ° Wie geht es Ihnen denn, Elvira? [DF+GF aus:...
- ΛΟΞΟΣ, -ή, -ό...λοξός, -ή, -ό • κι άρχισαν [...] και να ρίχνουν λοξές ματιές σ’ εμένα ° und fingen an [...(zu tuscheln)], und warfen schiefe Blicke auf mich [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΛΟΥΖΩ...λούζω • το μισό δωμάτιο το έλουζε ο πρωινός ήλιος das halbe Zimmer wurde vom morgendlichen Sonnenschein durchflutet [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΛΟΥΛΑΣ, ο...λουλάς, ο • Εδώ παρασκεύαζε ο Χατζής το χασίς και ετοιμαζόνταν οι λουλάδες και οι ναργκιλέδες. [aus der Beschreibung eines "τεκές" in "Ντέφι" Nr. 6, S....