λιγώνω  [bzw.]  ξελιγώνω


Συνήθως ενισχύονται με την προσυλλαβή "ξε-": ξελιγώνω (+ ξελιγώνομαι)

λιγώνω  °  ταλαιπωρώ, καταπονώ, κουράζω, κάνω κάποιον να λιποθυμήσει

λιγώνομαι  °  ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι, κουράζομαι, λιποθυμώ    [ΛΔΗ]

π.χ. [sämtliche BSe: ΛΔΗ]:

• Μας ξελίγωσε, ώσπου να μας το πει.

• Με ξελίγωσε στην πολυλογία. 

• Μην αφήσεις και τα τρία παιδιά με την γιαγιά. Θα την ξελιγώσουν.

• Ξελιγώθηκα απ’ την (ή: στην) πείνα.

• Πώς τα περάσατε στην εκδρομή; Χαρήκατε την φύση; – [Αntwort:] Την χαρήκαμε την φύση, αλλά ξελιγωθήκαμε στον ποδαρόδρομο.

• Ξελιγώθηκα να κουβαλάω κάρβουνα απ’ το υπόγειο.

[bzw. auch]:

• Χτες βράδυ, λίγωσα με τη μυρωδιά των γιαφκάδωνε, άπλωσα το χέρι κι άρπαξα [...] δυο τρεις και τις έχαψα.  °  Gestern abend wurde ich schwach durch den Duft der [Brot-]Fla­den [Fachbezeichnung: γιαφκάδες], streckte meine Hand aus und nahm mir [uner­laub­­ter­weise] [aus dem Tornister meines Zellengenossen] zwei, drei davon und ver­schlang sie.  [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]


Anm.: λιγωμένος, -η, -ο (ξελιγωμένος, -η, -ο): s. eigenes Stichwort  


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΛΕΙΩΝΩ...λειώνω s. λιώνω ...
  • ΛΕΠΤΟ, το...λεπτό, το 1. Grundbedeutungen: a) die Minute b) der Cent [Untereinheit des Euro]: • Τα ρέστα σας. Πέντε ευρώ και σαράντα λεπτά. ° Ihr Retourgeld....
  • ΛΕΤΡΙΣΜΟΣ, ο...λετρισμός, ο dazu ΛΜΠ (Stichwort "αντιλεξισμός"): ο αντιλεξισμός: λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε κυρίως στη Γαλλία,...
  • ΛΕΥΚΟΣ, -ή, -ό...λευκός, -ή, -ό 1. λευκός θάνατος ° τα ναρκωτικά [Εμμ.] 2. λευκή νύχτα: • Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Ήταν η πρώτη από μια σειρά λευκές νύχτες....
  • ΛΕΩ...λέω ([bzw.] λέγω) Übersicht: 1. λεώ να ... 2. λέω (πως/ότι) 3.1. ας πούμε 3.2. να πούμε 4. δε λέω (bzw. auch: δε σου λέω) 5.1. πες πως [bzw.] πες ότι 5.2....
  • ΛΕΩΦΟΡΟΣ, η...λεωφόρος, η [praktikable Übersetzung (wenn ohne Verbindung mit einem konkreten Straßennamen verwendet)]: die [städtische] Haupt­ver­kehrsstraße ...
  • ΛΙΓΗΡΑΣ, ο...Λίγηρας, ο = die Loire [Fluss in Frankreich] ...
  • ΛΙΓΟ...λίγο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο 3.1. κάθε λίγο 3.2. κάθε λίγο και λιγάκι 4. λίγο-λίγο 5. λίγο-πολύ 6. παρά λίγο 7. λίγο + Adjektiv 8....
  • ΛΙΓΟΣ, -η, -ο...λίγος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: a) wenig b) λίγοι (-ες, -α) ° [auch:] ein paar, einige:...
  • ΛΙΓΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λιγωμένος, -η, -ο [bzw.] ξελιγωμένος, -η, -ο • τα λιγωμένα [του] βλέμματα seine gierig lechzenden Blicke [mit denen er auf das Essen starrte,...
Nachher:
  • ΛΙΜΑΝΙΩΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λιμανιώτικος, -η, -ο • λιμανιώτικες ταβέρνες ° Hafentavernen [GF aus einem Roman von Καζαντζάκης] ...
  • ΛΙΜΟΣ, ο...λιμός, ο = die Hungersnot [Anm.: ο λιμός ist zu unterscheiden von: ο λοιμός (= die Seuche)!] ...
  • ΛΙΝΙΑ, η...λίνια, η ιταλ. linea: η γραμμή του Ισημερινού, κατ’ επέκτασιν και του τροπικού [Quelle:...
  • ΛΙΝΟΣ, -ή, -ό...λινός, -ή, -ό • φορούσε λινό, τσαλακωμένο κοστούμι er trug einen zerknitterten Leinenanzug [GF+DF aus:...
  • ΛΙΠΑΣΜΑ, το...λίπασμα, το • [...], και να βλέπεις μέσα απ’ αυτά όλο το λιμάνι, μέχρι τον Προλιμένα. [...] Στο βάθος κάτι τεράστια φουγάρα....
  • ΛΙΣΤΑ, η...λίστα, η Zum Verhältnis der Begriffe "λίστα" und "κατάλογος" s. unter κατάλογος, ο ...
  • ΛΙΩΝΩ...λιώνω ([bzw.] λειώνω) 1. zur Schreibweise: - λιώνω [ΛΚΝ und Pons online // lt. ΛΜΠ die Schreibweise der Schulgrammatik] - λειώνω [lt....
  • ΛΟΓΑΡΙΑΖΩ...λογαριάζω • Auf ihre [= der beiden Töchter] Manieren, ja, und auf ihre Tugend wurde geachtet, da verstand der Patriarch [sc....
  • ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ, ο...λογαριασμός, ο 1. είδη λογαριασμού (στην τράπεζα): όψεως / ταμιευτηρίου / προθεσμίας / συναλλάγματος 2. ανοίγω λογαριασμό:...