λεπτό, το
1. Grundbedeutungen:
a) die Minute
b) der Cent [Untereinheit des Euro]:
• Τα ρέστα σας. Πέντε ευρώ και σαράντα λεπτά. ° Ihr Retourgeld. Fünf Euro und vierzig Cent. [Worte des Verkäufers zum Kunden beim Bezahlen]
2. Verwendung in der Bedeutung "Augenblick", "Moment":
• Ο πατέρας μου πήρε την μπάλα. Ένας από την αντίπαλη ομάδα, μεγαλύτερος, όρμησε καταπάνω του. [...] Ο πατέρας μου κοντοστάθηκε ένα λεπτό κι ύστερα έκανε μια κομψή ντρίμπλα γύρω από το [...] πόδι του αντιπάλου του, [...] ° Mein Vater bekam den Ball. Ein Gegner [= ein Spieler der gegnerischen Mannschaft], ein älterer Junge, rannte auf ihn zu. […] Mein Vater wartete einen Augenblick, dann schob er den Ball elegant um das […] Spielbein des anderen herum, […] [Beschreibung eine Spielszene bei einem Fußballspiel] [DF+GF aus: Menasse: Vienna]
• Για ένα λεπτό. Αυτά δεν είναι τα γυαλιά μου. ° Hey, wait a minute. These aren't mine. ° He, Moment mal. Das ist nicht meine [Brille]. [verblüffte Bemerkung (zu sich selbst), als jemand realisiert, dass er eine fremde Brille trägt]
[Anm.: "λεπτό" / "minute" / "Moment" hat hier also keine zeitliche Bedeutung, sondern artikuliert das plötzliche und überraschende Bewusstwerden eines bisher nicht erkannten Umstandes] |
[GF, DF (jeweils Untertitel) + EF (Ton und Untertitel) aus der Trickfilmserie "Familie Feuerstein"]
• μισό λεπτό ακόμα ° einen kleinen Moment noch [Pons online]
• Μισό λεπτό αργότερα [...] ° Einen Moment später […] [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
[bzw. im selben Sinne die Verwendung von "λεπτάκι"]:
• Μισό λεπτάκι. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. [...] ° Moment mal. Ist [gemeint: Das ist] nicht so. [iS von: So (ganz) ist das nicht. / Das stimmt so nicht.] […]
[GF (Ton): Worte des griech. Politikers; DF (Ton): Übersetzung durch die Simultandolmetscherin]
Weitere Wörter:
- ΛΑΤΡΕΥΩ...λατρεύω • Την λατρεύει την κόρη του. ° Er liebt seine Tochter abgöttisch. [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] • κάτι τέτοιες στιγμές,...
- ΛΑΧΑΙΝΩ...λαχαίνω [üblicherweise unpersönlich in der 3. Person verwendet (λαχαίνει)] (St. II: να λάχει // Aorist: έλαχε // Paratatikos: λάχαινε) 1. Bedeutung (allgemein):...
- ΛΑΧΕΙ...λάχει (θα, να, όταν, ας ...) s. λαχαίνω ...
- ΛΕΒΕΝΤΗΣ, ο...λεβέντης, ο It means something like "a stout fellow". It's a word that means that someone is a stout, all around good guy, proud, honourable, friendly,...
- ΛΕΒΕΝΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λεβέντικος, -η, -ο • Με όλη την αυτοπεποίθηση που μου ’δινε το λεβέντικο ντύσιμό μου, [...] ° Bei allem Selbstvertrauen, das mir meine flotte Garderobe verlieh,...
- ΛΕΓΕΙΝ...λέγειν - τρόπος του λέγειν: s. unter τρόπος, ο (Z 7) ...
- ΛΕΓΩ...λέγω s. λέω ...
- ΛΕΖΑΝΤΑ, η...λεζάντα, η 1) σύντομο επεξηγηματικό κείμενο, που μπαίνει σε έντυπο κάτω από μια εικόνα, μια φωτογραφία, ένα σχέδιο και αναφέρεται στο περιεχόμενό τους. [ΛΚΝ] π....
- ΛΕΙΤΟΥΡΓΩ...λειτουργώ (-είς) = [u.a.]: 1) operieren / tätig sein [zB. ein Unternehmen auf einem bestimmten Auslandsmarkt] 2) sich auswirken – s. zB.:...
- ΛΕΙΩΝΩ...λειώνω s. λιώνω ...
- ΛΕΤΡΙΣΜΟΣ, ο...λετρισμός, ο dazu ΛΜΠ (Stichwort "αντιλεξισμός"): ο αντιλεξισμός: λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε κυρίως στη Γαλλία,...
- ΛΕΥΚΟΣ, -ή, -ό...λευκός, -ή, -ό 1. λευκός θάνατος ° τα ναρκωτικά [Εμμ.] 2. λευκή νύχτα: • Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Ήταν η πρώτη από μια σειρά λευκές νύχτες....
- ΛΕΩ...λέω ([bzw.] λέγω) Übersicht: 1. λεώ να ... 2. λέω (πως/ότι) 3.1. ας πούμε 3.2. να πούμε 4. δε λέω (bzw. auch: δε σου λέω) 5.1. πες πως [bzw.] πες ότι 5.2....
- ΛΕΩΦΟΡΟΣ, η...λεωφόρος, η [praktikable Übersetzung (wenn ohne Verbindung mit einem konkreten Straßennamen verwendet)]: die [städtische] Hauptverkehrsstraße ...
- ΛΙΓΗΡΑΣ, ο...Λίγηρας, ο = die Loire [Fluss in Frankreich] ...
- ΛΙΓΟ...λίγο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο 3.1. κάθε λίγο 3.2. κάθε λίγο και λιγάκι 4. λίγο-λίγο 5. λίγο-πολύ 6. παρά λίγο 7. λίγο + Adjektiv 8....
- ΛΙΓΟΣ, -η, -ο...λίγος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: a) wenig b) λίγοι (-ες, -α) ° [auch:] ein paar, einige:...
- ΛΙΓΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λιγωμένος, -η, -ο [bzw.] ξελιγωμένος, -η, -ο • τα λιγωμένα [του] βλέμματα seine gierig lechzenden Blicke [mit denen er auf das Essen starrte,...
- ΛΙΓΩΝΩ...λιγώνω [bzw.] ξελιγώνω Συνήθως ενισχύονται με την προσυλλαβή "ξε-": ξελιγώνω (+ ξελιγώνομαι) λιγώνω ° ταλαιπωρώ, καταπονώ, κουράζω,...