λευκός, -ή, -ό
1. λευκός θάνατος ° τα ναρκωτικά [Εμμ.]
2. λευκή νύχτα:
• Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Ήταν η πρώτη από μια σειρά λευκές νύχτες. ° Es gelang mir nicht einzuschlafen. Es war die erste aus einer Reihe schlafloser Nächte. [GF+DF aus: Όσες φορές]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΛΑΧΕΙ...λάχει (θα, να, όταν, ας ...) s. λαχαίνω ...
- ΛΕΒΕΝΤΗΣ, ο...λεβέντης, ο It means something like "a stout fellow". It's a word that means that someone is a stout, all around good guy, proud, honourable, friendly,...
- ΛΕΒΕΝΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λεβέντικος, -η, -ο • Με όλη την αυτοπεποίθηση που μου ’δινε το λεβέντικο ντύσιμό μου, [...] ° Bei allem Selbstvertrauen, das mir meine flotte Garderobe verlieh,...
- ΛΕΓΕΙΝ...λέγειν - τρόπος του λέγειν: s. unter τρόπος, ο (Z 7) ...
- ΛΕΓΩ...λέγω s. λέω ...
- ΛΕΖΑΝΤΑ, η...λεζάντα, η 1) σύντομο επεξηγηματικό κείμενο, που μπαίνει σε έντυπο κάτω από μια εικόνα, μια φωτογραφία, ένα σχέδιο και αναφέρεται στο περιεχόμενό τους. [ΛΚΝ] π....
- ΛΕΙΤΟΥΡΓΩ...λειτουργώ (-είς) = [u.a.]: 1) operieren / tätig sein [zB. ein Unternehmen auf einem bestimmten Auslandsmarkt] 2) sich auswirken – s. zB.:...
- ΛΕΙΩΝΩ...λειώνω s. λιώνω ...
- ΛΕΠΤΟ, το...λεπτό, το 1. Grundbedeutungen: a) die Minute b) der Cent [Untereinheit des Euro]: • Τα ρέστα σας. Πέντε ευρώ και σαράντα λεπτά. ° Ihr Retourgeld....
- ΛΕΤΡΙΣΜΟΣ, ο...λετρισμός, ο dazu ΛΜΠ (Stichwort "αντιλεξισμός"): ο αντιλεξισμός: λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε κυρίως στη Γαλλία,...
Nachher:
- ΛΕΩ...λέω ([bzw.] λέγω) Übersicht: 1. λεώ να ... 2. λέω (πως/ότι) 3.1. ας πούμε 3.2. να πούμε 4. δε λέω (bzw. auch: δε σου λέω) 5.1. πες πως [bzw.] πες ότι 5.2....
- ΛΕΩΦΟΡΟΣ, η...λεωφόρος, η [praktikable Übersetzung (wenn ohne Verbindung mit einem konkreten Straßennamen verwendet)]: die [städtische] Hauptverkehrsstraße ...
- ΛΙΓΗΡΑΣ, ο...Λίγηρας, ο = die Loire [Fluss in Frankreich] ...
- ΛΙΓΟ...λίγο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο 3.1. κάθε λίγο 3.2. κάθε λίγο και λιγάκι 4. λίγο-λίγο 5. λίγο-πολύ 6. παρά λίγο 7. λίγο + Adjektiv 8....
- ΛΙΓΟΣ, -η, -ο...λίγος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: a) wenig b) λίγοι (-ες, -α) ° [auch:] ein paar, einige:...
- ΛΙΓΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λιγωμένος, -η, -ο [bzw.] ξελιγωμένος, -η, -ο • τα λιγωμένα [του] βλέμματα seine gierig lechzenden Blicke [mit denen er auf das Essen starrte,...
- ΛΙΓΩΝΩ...λιγώνω [bzw.] ξελιγώνω Συνήθως ενισχύονται με την προσυλλαβή "ξε-": ξελιγώνω (+ ξελιγώνομαι) λιγώνω ° ταλαιπωρώ, καταπονώ, κουράζω,...
- ΛΙΜΑΝΙΩΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λιμανιώτικος, -η, -ο • λιμανιώτικες ταβέρνες ° Hafentavernen [GF aus einem Roman von Καζαντζάκης] ...
- ΛΙΜΟΣ, ο...λιμός, ο = die Hungersnot [Anm.: ο λιμός ist zu unterscheiden von: ο λοιμός (= die Seuche)!] ...