λεωφόρος, η
[praktikable Übersetzung (wenn ohne Verbindung mit einem konkreten Straßennamen verwendet)]: die [städtische] Hauptverkehrsstraße
Weitere Wörter:
Vorher
- ΛΕΒΕΝΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λεβέντικος, -η, -ο • Με όλη την αυτοπεποίθηση που μου ’δινε το λεβέντικο ντύσιμό μου, [...] ° Bei allem Selbstvertrauen, das mir meine flotte Garderobe verlieh,...
- ΛΕΓΕΙΝ...λέγειν - τρόπος του λέγειν: s. unter τρόπος, ο (Z 7) ...
- ΛΕΓΩ...λέγω s. λέω ...
- ΛΕΖΑΝΤΑ, η...λεζάντα, η 1) σύντομο επεξηγηματικό κείμενο, που μπαίνει σε έντυπο κάτω από μια εικόνα, μια φωτογραφία, ένα σχέδιο και αναφέρεται στο περιεχόμενό τους. [ΛΚΝ] π....
- ΛΕΙΤΟΥΡΓΩ...λειτουργώ (-είς) = [u.a.]: 1) operieren / tätig sein [zB. ein Unternehmen auf einem bestimmten Auslandsmarkt] 2) sich auswirken – s. zB.:...
- ΛΕΙΩΝΩ...λειώνω s. λιώνω ...
- ΛΕΠΤΟ, το...λεπτό, το 1. Grundbedeutungen: a) die Minute b) der Cent [Untereinheit des Euro]: • Τα ρέστα σας. Πέντε ευρώ και σαράντα λεπτά. ° Ihr Retourgeld....
- ΛΕΤΡΙΣΜΟΣ, ο...λετρισμός, ο dazu ΛΜΠ (Stichwort "αντιλεξισμός"): ο αντιλεξισμός: λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε κυρίως στη Γαλλία,...
- ΛΕΥΚΟΣ, -ή, -ό...λευκός, -ή, -ό 1. λευκός θάνατος ° τα ναρκωτικά [Εμμ.] 2. λευκή νύχτα: • Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Ήταν η πρώτη από μια σειρά λευκές νύχτες....
- ΛΕΩ...λέω ([bzw.] λέγω) Übersicht: 1. λεώ να ... 2. λέω (πως/ότι) 3.1. ας πούμε 3.2. να πούμε 4. δε λέω (bzw. auch: δε σου λέω) 5.1. πες πως [bzw.] πες ότι 5.2....
Nachher:
- ΛΙΓΗΡΑΣ, ο...Λίγηρας, ο = die Loire [Fluss in Frankreich] ...
- ΛΙΓΟ...λίγο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο 3.1. κάθε λίγο 3.2. κάθε λίγο και λιγάκι 4. λίγο-λίγο 5. λίγο-πολύ 6. παρά λίγο 7. λίγο + Adjektiv 8....
- ΛΙΓΟΣ, -η, -ο...λίγος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: a) wenig b) λίγοι (-ες, -α) ° [auch:] ein paar, einige:...
- ΛΙΓΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λιγωμένος, -η, -ο [bzw.] ξελιγωμένος, -η, -ο • τα λιγωμένα [του] βλέμματα seine gierig lechzenden Blicke [mit denen er auf das Essen starrte,...
- ΛΙΓΩΝΩ...λιγώνω [bzw.] ξελιγώνω Συνήθως ενισχύονται με την προσυλλαβή "ξε-": ξελιγώνω (+ ξελιγώνομαι) λιγώνω ° ταλαιπωρώ, καταπονώ, κουράζω,...
- ΛΙΜΑΝΙΩΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λιμανιώτικος, -η, -ο • λιμανιώτικες ταβέρνες ° Hafentavernen [GF aus einem Roman von Καζαντζάκης] ...
- ΛΙΜΟΣ, ο...λιμός, ο = die Hungersnot [Anm.: ο λιμός ist zu unterscheiden von: ο λοιμός (= die Seuche)!] ...
- ΛΙΝΙΑ, η...λίνια, η ιταλ. linea: η γραμμή του Ισημερινού, κατ’ επέκτασιν και του τροπικού [Quelle:...
- ΛΙΝΟΣ, -ή, -ό...λινός, -ή, -ό • φορούσε λινό, τσαλακωμένο κοστούμι er trug einen zerknitterten Leinenanzug [GF+DF aus:...