λέγω


s. λέω  


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΛΑΜΟΓΙΑΣ, ο [bzw.] ΛΑΜΟΓΙΟ, το...λαμόγιας, ο [bzw.] λαμόγιο, το 1. Begriffsinhalt: - Ο λαμόγιας ή (το) λαμόγιο είναι ο μετερχόμενος παράνομα ή και ανήθικα μέσα για να πετύχει κάποιο στόχο....
  • ΛΑΣΠΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λασπωμένος, -η, -ο • στο λασπωμένο χώμα ° auf den schlammigen Boden [der Straße im Wald] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
  • ΛΑΣΤΙΧΕΝΙΟΣ, -α, -ο...λαστιχένιος, -α, -ο = Gummi+: • η λαστιχένια μπάλα ° der Gummiball [zB....
  • ΛΑΤΡΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λατρεμένος, -η, -ο • ο λατρεμένος σκύλος της ° ihr [von ihr] über alles geliebter Hund [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
  • ΛΑΤΡΕΥΩ...λατρεύω • Την λατρεύει την κόρη του. ° Er liebt seine Tochter abgöttisch. [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] • κάτι τέτοιες στιγμές,...
  • ΛΑΧΑΙΝΩ...λαχαίνω [üblicherweise unpersönlich in der 3. Person verwendet (λαχαίνει)] (St. II: να λάχει // Aorist: έλαχε // Paratatikos: λάχαινε) 1. Bedeutung (allgemein):...
  • ΛΑΧΕΙ...λάχει (θα, να, όταν, ας ...) s. λαχαίνω ...
  • ΛΕΒΕΝΤΗΣ, ο...λεβέντης, ο It means something like "a stout fellow". It's a word that means that someone is a stout, all around good guy, proud, honourable, friendly,...
  • ΛΕΒΕΝΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λεβέντικος, -η, -ο • Με όλη την αυτοπεποίθηση που μου ’δινε το λεβέντικο ντύσιμό μου, [...] ° Bei allem Selbstvertrauen, das mir meine flotte Garderobe verlieh,...
  • ΛΕΓΕΙΝ...λέγειν - τρόπος του λέγειν: s. unter τρόπος, ο (Z 7) ...
Nachher:
  • ΛΕΖΑΝΤΑ, η...λεζάντα, η 1) σύντομο επεξηγηματικό κείμενο, που μπαίνει σε έντυπο κάτω από μια εικόνα, μια φωτογραφία, ένα σχέδιο και αναφέρεται στο περιεχόμενό τους. [ΛΚΝ] π....
  • ΛΕΙΤΟΥΡΓΩ...λειτουργώ (-είς) = [u.a.]: 1) operieren / tätig sein [zB. ein Unternehmen auf einem bestimmten Auslandsmarkt] 2) sich auswirken – s. zB.:...
  • ΛΕΙΩΝΩ...λειώνω s. λιώνω ...
  • ΛΕΠΤΟ, το...λεπτό, το 1. Grundbedeutungen: a) die Minute b) der Cent [Untereinheit des Euro]: • Τα ρέστα σας. Πέντε ευρώ και σαράντα λεπτά. ° Ihr Retourgeld....
  • ΛΕΤΡΙΣΜΟΣ, ο...λετρισμός, ο dazu ΛΜΠ (Stichwort "αντιλεξισμός"): ο αντιλεξισμός: λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε κυρίως στη Γαλλία,...
  • ΛΕΥΚΟΣ, -ή, -ό...λευκός, -ή, -ό 1. λευκός θάνατος ° τα ναρκωτικά [Εμμ.] 2. λευκή νύχτα: • Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Ήταν η πρώτη από μια σειρά λευκές νύχτες....
  • ΛΕΩ...λέω ([bzw.] λέγω) Übersicht: 1. λεώ να ... 2. λέω (πως/ότι) 3.1. ας πούμε 3.2. να πούμε 4. δε λέω (bzw. auch: δε σου λέω) 5.1. πες πως [bzw.] πες ότι 5.2....
  • ΛΕΩΦΟΡΟΣ, η...λεωφόρος, η [praktikable Übersetzung (wenn ohne Verbindung mit einem konkreten Straßennamen verwendet)]: die [städtische] Haupt­ver­kehrsstraße ...
  • ΛΙΓΗΡΑΣ, ο...Λίγηρας, ο = die Loire [Fluss in Frankreich] ...