λάχει (θα, να, όταν, ας ...)
Weitere Wörter:
Vorher
- ΛΑΪΚΟΣ, -ή, -ό...λαϊκός, -ή, -ό = Volks- / volkstümlich [etc.]: • στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά, [...] ° in den Kaffeehäusern seines Stands [iS: von:...
- ΛΑΙΜΟΣ, ο...λαιμός, ο 1. Grundbedeutung: der Hals 2. παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου: • ο Βάγκαλης [......
- ΛΑΜΑΡΙΝΑ, η...λαμαρίνα, η 1. allgemein: • άκουγε μονάχα το νερό στη λαμαρίνα ° er hörte nur das Wasser [sc. das Trommeln des Regens] auf dem Blechdach [des Autos,...
- ΛΑΜΟΓΙΑ, η...λαμόγια, η [ΛΚΝ] μόνο στη φράση "την κάνω λαμόγια": φεύγω, ξεφεύγω ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, π.χ.: • Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια. [ΛΠΑ,...
- ΛΑΜΟΓΙΑΣ, ο [bzw.] ΛΑΜΟΓΙΟ, το...λαμόγιας, ο [bzw.] λαμόγιο, το 1. Begriffsinhalt: - Ο λαμόγιας ή (το) λαμόγιο είναι ο μετερχόμενος παράνομα ή και ανήθικα μέσα για να πετύχει κάποιο στόχο....
- ΛΑΣΠΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λασπωμένος, -η, -ο • στο λασπωμένο χώμα ° auf den schlammigen Boden [der Straße im Wald] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΛΑΣΤΙΧΕΝΙΟΣ, -α, -ο...λαστιχένιος, -α, -ο = Gummi+: • η λαστιχένια μπάλα ° der Gummiball [zB....
- ΛΑΤΡΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λατρεμένος, -η, -ο • ο λατρεμένος σκύλος της ° ihr [von ihr] über alles geliebter Hund [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
- ΛΑΤΡΕΥΩ...λατρεύω • Την λατρεύει την κόρη του. ° Er liebt seine Tochter abgöttisch. [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] • κάτι τέτοιες στιγμές,...
- ΛΑΧΑΙΝΩ...λαχαίνω [üblicherweise unpersönlich in der 3. Person verwendet (λαχαίνει)] (St. II: να λάχει // Aorist: έλαχε // Paratatikos: λάχαινε) 1. Bedeutung (allgemein):...
Nachher:
- ΛΕΒΕΝΤΗΣ, ο...λεβέντης, ο It means something like "a stout fellow". It's a word that means that someone is a stout, all around good guy, proud, honourable, friendly,...
- ΛΕΒΕΝΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λεβέντικος, -η, -ο • Με όλη την αυτοπεποίθηση που μου ’δινε το λεβέντικο ντύσιμό μου, [...] ° Bei allem Selbstvertrauen, das mir meine flotte Garderobe verlieh,...
- ΛΕΓΕΙΝ...λέγειν - τρόπος του λέγειν: s. unter τρόπος, ο (Z 7) ...
- ΛΕΓΩ...λέγω s. λέω ...
- ΛΕΖΑΝΤΑ, η...λεζάντα, η 1) σύντομο επεξηγηματικό κείμενο, που μπαίνει σε έντυπο κάτω από μια εικόνα, μια φωτογραφία, ένα σχέδιο και αναφέρεται στο περιεχόμενό τους. [ΛΚΝ] π....
- ΛΕΙΤΟΥΡΓΩ...λειτουργώ (-είς) = [u.a.]: 1) operieren / tätig sein [zB. ein Unternehmen auf einem bestimmten Auslandsmarkt] 2) sich auswirken – s. zB.:...
- ΛΕΙΩΝΩ...λειώνω s. λιώνω ...
- ΛΕΠΤΟ, το...λεπτό, το 1. Grundbedeutungen: a) die Minute b) der Cent [Untereinheit des Euro]: • Τα ρέστα σας. Πέντε ευρώ και σαράντα λεπτά. ° Ihr Retourgeld....
- ΛΕΤΡΙΣΜΟΣ, ο...λετρισμός, ο dazu ΛΜΠ (Stichwort "αντιλεξισμός"): ο αντιλεξισμός: λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε κυρίως στη Γαλλία,...