λεβέντης, ο
It means something like "a stout fellow". It's a word that means that someone is a stout, all around good guy, proud, honourable, friendly, manly etc. ["ireney" im Wordreference-Forum]
π.χ.:
• Κοίταξε το γιο της με καμάρι. Είχε ψηλώσει κι άλλο. Λιγάκι άγαρμπος έπρεπε να το παραδεχτεί. Αλλά λεβέντης. ° Sie betrachtete ihren Sohn mit Stolz. Er war noch größer geworden. Zwar ein bisschen linkisch, das musste sie zugeben. Aber ein prächtiger Junge. [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]
• Αχ, Μάρκο, [...], έχουμε δυο γιους λεβέντες, όλοι στο Ρίμινι τους θαύμαζαν! Στην παραλία, όλοι τους κοίταζαν! ° Ach, Markos, […], wir haben zwei wahre Prachtkerle von Söhnen, alle in Rimini haben sie bewundert! Auf der Strandpromenade haben alle sie angestaunt! [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
• Λεβέντης σ’ όλα του. ° Er war in allem ein ganzer Kerl. [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
[vgl. auch]:
• ο Πρόεδρος ήταν ένας λεβεντάνθρωπος, ψηλός, γεροδεμένος, [...] ° der Ortsvorsteher war ein Prachtkerl, groß, stramm, […] // der Ortsvorsteher war ein richtiger Prachtkerl, von großem Wuchs und kräftiger Statur […] [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
Weitere Wörter:
- ΛΑΙΜΟΣ, ο...λαιμός, ο 1. Grundbedeutung: der Hals 2. παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου: • ο Βάγκαλης [......
- ΛΑΜΑΡΙΝΑ, η...λαμαρίνα, η 1. allgemein: • άκουγε μονάχα το νερό στη λαμαρίνα ° er hörte nur das Wasser [sc. das Trommeln des Regens] auf dem Blechdach [des Autos,...
- ΛΑΜΟΓΙΑ, η...λαμόγια, η [ΛΚΝ] μόνο στη φράση "την κάνω λαμόγια": φεύγω, ξεφεύγω ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, π.χ.: • Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια. [ΛΠΑ,...
- ΛΑΜΟΓΙΑΣ, ο [bzw.] ΛΑΜΟΓΙΟ, το...λαμόγιας, ο [bzw.] λαμόγιο, το 1. Begriffsinhalt: - Ο λαμόγιας ή (το) λαμόγιο είναι ο μετερχόμενος παράνομα ή και ανήθικα μέσα για να πετύχει κάποιο στόχο....
- ΛΑΣΠΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λασπωμένος, -η, -ο • στο λασπωμένο χώμα ° auf den schlammigen Boden [der Straße im Wald] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
- ΛΑΣΤΙΧΕΝΙΟΣ, -α, -ο...λαστιχένιος, -α, -ο = Gummi+: • η λαστιχένια μπάλα ° der Gummiball [zB....
- ΛΑΤΡΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λατρεμένος, -η, -ο • ο λατρεμένος σκύλος της ° ihr [von ihr] über alles geliebter Hund [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
- ΛΑΤΡΕΥΩ...λατρεύω • Την λατρεύει την κόρη του. ° Er liebt seine Tochter abgöttisch. [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] • κάτι τέτοιες στιγμές,...
- ΛΑΧΑΙΝΩ...λαχαίνω [üblicherweise unpersönlich in der 3. Person verwendet (λαχαίνει)] (St. II: να λάχει // Aorist: έλαχε // Paratatikos: λάχαινε) 1. Bedeutung (allgemein):...
- ΛΑΧΕΙ...λάχει (θα, να, όταν, ας ...) s. λαχαίνω ...
- ΛΕΒΕΝΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λεβέντικος, -η, -ο • Με όλη την αυτοπεποίθηση που μου ’δινε το λεβέντικο ντύσιμό μου, [...] ° Bei allem Selbstvertrauen, das mir meine flotte Garderobe verlieh,...
- ΛΕΓΕΙΝ...λέγειν - τρόπος του λέγειν: s. unter τρόπος, ο (Z 7) ...
- ΛΕΓΩ...λέγω s. λέω ...
- ΛΕΖΑΝΤΑ, η...λεζάντα, η 1) σύντομο επεξηγηματικό κείμενο, που μπαίνει σε έντυπο κάτω από μια εικόνα, μια φωτογραφία, ένα σχέδιο και αναφέρεται στο περιεχόμενό τους. [ΛΚΝ] π....
- ΛΕΙΤΟΥΡΓΩ...λειτουργώ (-είς) = [u.a.]: 1) operieren / tätig sein [zB. ein Unternehmen auf einem bestimmten Auslandsmarkt] 2) sich auswirken – s. zB.:...
- ΛΕΙΩΝΩ...λειώνω s. λιώνω ...
- ΛΕΠΤΟ, το...λεπτό, το 1. Grundbedeutungen: a) die Minute b) der Cent [Untereinheit des Euro]: • Τα ρέστα σας. Πέντε ευρώ και σαράντα λεπτά. ° Ihr Retourgeld....
- ΛΕΤΡΙΣΜΟΣ, ο...λετρισμός, ο dazu ΛΜΠ (Stichwort "αντιλεξισμός"): ο αντιλεξισμός: λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε κυρίως στη Γαλλία,...
- ΛΕΥΚΟΣ, -ή, -ό...λευκός, -ή, -ό 1. λευκός θάνατος ° τα ναρκωτικά [Εμμ.] 2. λευκή νύχτα: • Δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Ήταν η πρώτη από μια σειρά λευκές νύχτες....