λαχαίνω

[üblicherweise unpersönlich in der 3. Person verwendet (λαχαίνει)]

(St. II: να λάχει // Aorist: έλαχε // Paratatikos: λάχαινε)


1. Bedeutung (allgemein):

(λαϊκ.) τυχαίνω [ΛΜΠ]

π.χ.:

• του ’λαχε μεγάλη συμφορά τώρα στα γεράματα  [ΛΜΠ]

---

• Σου ’χει λάχει να μην έχεις να φας και να μη σε νοιάζεται κανείς;  [ΛΜΠ]

---

• άμα λάχει

αν τύχει, αν συμβεί  [ΛΜΠ]  //  falls es so kommt  [Pons online]

• έλαχε να τον γνωρίζει

er kannte ihn zufällig  [Pons online]

• Σα μας λάχαινε στο δρόμο κάνα χωράφι με φρέσκα [...] καλαμπόκια ή πιπεριές, τ’ αφανίζαμε πέρα για πέρα.

Wenn wir [Soldaten] unterwegs [zufällig] an ein Feld mit frischem Mais oder Paprika­schoten kamen, wurde es [von uns] restlos geplündert. 

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• τα δόντια τους, σα λάχει να ’χουνε

ihre Zähne, sofern sie welche haben

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Ν[ο]ιάζεται μη λάχει και σκεβρώσει η βάρκα του.

Er sorgt sich [= ist besorgt], dass sein Boot sich ver­zie­hen könnte. [weil es (in seiner Abwesen­heit) schon so lange an Land liegt]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Από κει πάνω τα παλιά χρόνια οι βαρδιατόροι του χωριού φυλάγαν ένα γύρω [= ένα γύρο] τη θάλασσα [...], μη λάχει και φανεί κανένα κουρσάρικο.

In alten Zeiten haben die Türmer des Dorfes von dort oben [sc. von dem alten Wachturm] [ringsum] auf das Meer ge­späht, […], ob vielleicht ein Korsarenschiff auftaucht.  

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]


2. όποιος (-α, -ο) λάχει  //  ό,τι λάχει:

• Τι περιμένεις από τις γυναίκες; Να κάνουν παιδιά με όποιον λάχει.

Was hat man von den Weibern zu er­war­ten? Dass sie mit dem ersten besten Kin­der kriegen.

[GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς]

• Ζήτω ο Στάλιν, ζήτω ο Χίτλερ, ζήτω ο Νίξον, ζήτω όποιος λάχει.

Es lebe Stalin, es lebe Hitler, es lebe Nixon, es lebe wer gerade daherkommt.

[GF+DF aus: Fallaci: Ein Mann]

• Κι ύστερα θα πιάσω άλλους πέντε, όποιους λάχει.

Und danach werde ich mir fünf wei­te­re (Personen) greifen [um sie aufzuhängen], ~die Nächstbesten / ~irgendwelche be­lie­bige.    [GF aus einem Roman von Καζαντζάκης]

• Ρωτάει έτσι με αγωνία όποιονε λάχει κοντά του.

So [wie eben beschrieben] fragt er [mit Bangen] jeden, der zufällig in seiner Nähe ist.   [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• [...], έκοβα πάντα κι ένα λουλούδι – ό,τι λάχαινε γαρούφαλο, τζιράνι, κατιφέ –, το ’βαζα στ’ αφτί και τραβούσα στητός για σεργιάνι.

[…], ich [männl.] schnitt mir [auch] immer irgendeine Blu­me ab – was ich gerade erwischte, eine Nelke, Zinnerarie, Samt­blume –, steckte sie hinters Ohr und zog schnur­stracks los zur Promenade.

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΛΑΙΚΟΣ, -ή, -ό ...richtig: ΛΑΪΚΟΣ, -ή, -ό ...
  • ΛΑΪΚΟΣ, -ή, -ό...λαϊκός, -ή, -ό = Volks- / volkstümlich [etc.]: • στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά, [...] ° in den Kaffeehäusern seines Stands [iS: von:...
  • ΛΑΙΜΟΣ, ο...λαιμός, ο 1. Grundbedeutung: der Hals 2. παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου: • ο Βάγκαλης [......
  • ΛΑΜΑΡΙΝΑ, η...λαμαρίνα, η 1. allgemein: • άκουγε μονάχα το νερό στη λαμαρίνα ° er hörte nur das Wasser [sc. das Trommeln des Regens] auf dem Blechdach [des Autos,...
  • ΛΑΜΟΓΙΑ, η...λαμόγια, η [ΛΚΝ] μόνο στη φράση "την κάνω λαμόγια": φεύγω, ξεφεύγω ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, π.χ.: • Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια. [ΛΠΑ,...
  • ΛΑΜΟΓΙΑΣ, ο [bzw.] ΛΑΜΟΓΙΟ, το...λαμόγιας, ο [bzw.] λαμόγιο, το 1. Begriffsinhalt: - Ο λαμόγιας ή (το) λαμόγιο είναι ο μετερχόμενος παράνομα ή και ανήθικα μέσα για να πετύχει κάποιο στόχο....
  • ΛΑΣΠΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λασπωμένος, -η, -ο • στο λασπωμένο χώμα ° auf den schlammigen Boden [der Straße im Wald] [GF+DF aus: Μυριβήλης:...
  • ΛΑΣΤΙΧΕΝΙΟΣ, -α, -ο...λαστιχένιος, -α, -ο = Gummi+: • η λαστιχένια μπάλα ° der Gummiball [zB....
  • ΛΑΤΡΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λατρεμένος, -η, -ο • ο λατρεμένος σκύλος της ° ihr [von ihr] über alles geliebter Hund [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...
  • ΛΑΤΡΕΥΩ...λατρεύω • Την λατρεύει την κόρη του. ° Er liebt seine Tochter abgöttisch. [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] • κάτι τέτοιες στιγμές,...
Nachher:
  • ΛΑΧΕΙ...λάχει (θα, να, όταν, ας ...) s. λαχαίνω ...
  • ΛΕΒΕΝΤΗΣ, ο...λεβέντης, ο It means something like "a stout fellow". It's a word that means that someone is a stout, all around good guy, proud, honourable, friendly,...
  • ΛΕΒΕΝΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λεβέντικος, -η, -ο • Με όλη την αυτοπεποίθηση που μου ’δινε το λεβέντικο ντύσιμό μου, [...] ° Bei allem Selbstvertrauen, das mir meine flotte Garderobe verlieh,...
  • ΛΕΓΕΙΝ...λέγειν - τρόπος του λέγειν: s. unter τρόπος, ο (Z 7) ...
  • ΛΕΓΩ...λέγω s. λέω ...
  • ΛΕΖΑΝΤΑ, η...λεζάντα, η 1) σύντομο επεξηγηματικό κείμενο, που μπαίνει σε έντυπο κάτω από μια εικόνα, μια φωτογραφία, ένα σχέδιο και αναφέρεται στο περιεχόμενό τους. [ΛΚΝ] π....
  • ΛΕΙΤΟΥΡΓΩ...λειτουργώ (-είς) = [u.a.]: 1) operieren / tätig sein [zB. ein Unternehmen auf einem bestimmten Auslandsmarkt] 2) sich auswirken – s. zB.:...
  • ΛΕΙΩΝΩ...λειώνω s. λιώνω ...
  • ΛΕΠΤΟ, το...λεπτό, το 1. Grundbedeutungen: a) die Minute b) der Cent [Untereinheit des Euro]: • Τα ρέστα σας. Πέντε ευρώ και σαράντα λεπτά. ° Ihr Retourgeld....