λιώνω  ([bzw.] λειώνω)


1. zur Schreibweise:

- λιώνω [ΛΚΝ und Pons online // lt. ΛΜΠ die Schreibweise der Schulgrammatik]

- λειώνω [lt. ΛΜΠ die zu bevorzugende Schreibweise]


2. zur Bedeutung:

a) transitive Verwendung:

• Παρακαλεί το λοχαγό [...]. Γιατί τότες δα είναι που θα τόνε λιώσει ο Γιωργαλάς.  °  Er fleht den Hauptmann [sc. seinen Vorgesetzten] an, …[er möge Jorgalas nicht dafür bestra­fen, dass dieser ihn (seinen Kameraden) fürchterlich verprügelt hatte]. Denn dann rde Jorgalas ihn erst recht fertigmachen.   [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

b) intransitive Verwendung:

• [...] και να τον έβλεπε να λειώνει στα ποδαράκια της, όπως τόσα χρόνια έλειωνε αυτή στα δικά του.  °  […] und ihn zu ihren Füßen schmachten zu lassen [wörtl.: zu sehen], wie sie seit Jahren vor den seinen schmachtete.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• τη λυπόταν που έλιωνε μέρα με τη μέρα  °  es griff ihm ans Herz, dass sie [= seine todkranke Frau] von Tag zu Tag weniger wurde   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΛΙΓΟ...λίγο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο 3.1. κάθε λίγο 3.2. κάθε λίγο και λιγάκι 4. λίγο-λίγο 5. λίγο-πολύ 6. παρά λίγο 7. λίγο + Adjektiv 8....
  • ΛΙΓΟΣ, -η, -ο...λίγος, -η, -ο 1. Grundbedeutungen: a) wenig b) λίγοι (-ες, -α) ° [auch:] ein paar, einige:...
  • ΛΙΓΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λιγωμένος, -η, -ο [bzw.] ξελιγωμένος, -η, -ο • τα λιγωμένα [του] βλέμματα seine gierig lechzenden Blicke [mit denen er auf das Essen starrte,...
  • ΛΙΓΩΝΩ...λιγώνω [bzw.] ξελιγώνω Συνήθως ενισχύονται με την προσυλλαβή "ξε-": ξελιγώνω (+ ξελιγώνομαι) λιγώνω ° ταλαιπωρώ, καταπονώ, κουράζω,...
  • ΛΙΜΑΝΙΩΤΙΚΟΣ, -η, -ο...λιμανιώτικος, -η, -ο • λιμανιώτικες ταβέρνες ° Hafentavernen [GF aus einem Roman von Καζαντζάκης] ...
  • ΛΙΜΟΣ, ο...λιμός, ο = die Hungersnot [Anm.: ο λιμός ist zu unterscheiden von: ο λοιμός (= die Seuche)!] ...
  • ΛΙΝΙΑ, η...λίνια, η ιταλ. linea: η γραμμή του Ισημερινού, κατ’ επέκτασιν και του τροπικού [Quelle:...
  • ΛΙΝΟΣ, -ή, -ό...λινός, -ή, -ό • φορούσε λινό, τσαλακωμένο κοστούμι er trug einen zerknitterten Leinenanzug [GF+DF aus:...
  • ΛΙΠΑΣΜΑ, το...λίπασμα, το • [...], και να βλέπεις μέσα απ’ αυτά όλο το λιμάνι, μέχρι τον Προλιμένα. [...] Στο βάθος κάτι τεράστια φουγάρα....
  • ΛΙΣΤΑ, η...λίστα, η Zum Verhältnis der Begriffe "λίστα" und "κατάλογος" s. unter κατάλογος, ο ...
Nachher:
  • ΛΟΓΑΡΙΑΖΩ...λογαριάζω • Auf ihre [= der beiden Töchter] Manieren, ja, und auf ihre Tugend wurde geachtet, da verstand der Patriarch [sc....
  • ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ, ο...λογαριασμός, ο 1. είδη λογαριασμού (στην τράπεζα): όψεως / ταμιευτηρίου / προθεσμίας / συναλλάγματος 2. ανοίγω λογαριασμό:...
  • ΛΟΓΙΑ, τα...λόγια, τα Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. χάνω τα λόγια μου 3. μετρώ τα λόγια μου 4. μασώ τα λόγια μου 5. δεν παίρνω από λόγια 6. έρχεσαι (έρχεται, ......
  • ΛΟΓΙΚΗ, η...λογική, η βάσει λογικής: • Μπορεί ο Νασίφ Μόρις να μην έχει ξεπεράσει πλήρως το πρόβλημα στο δικέφαλο του ποδιού του,...
  • ΛΟΓΙΚΟΣ, ο...λογικός,...
  • ΛΟΓΟΣ, ο...λόγος, ο 1. Grundbedeutungen: a) der Grund (Pl.: οι λόγοι) b) die Rede [die jemand hält] (Pl.: οι λόγοι) c) das Wort [allgemein] (Pl.:...
  • ΛΟΙΜΟΣ, ο...λοιμός, ο = die Seuche [Anm.: ο λοιμός ist zu unterscheiden von: ο λιμός (= die Hungersnot)!] ...
  • ΛΟΙΠΟΝ...λοιπόν 1. Grundbedeutung: also 2. [in Fragensätzen allenfalls]: denn – z.B.: • Τι κάνετε, λοιπόν, Ελβίρα; ° Wie geht es Ihnen denn, Elvira? [DF+GF aus:...
  • ΛΟΞΟΣ, -ή, -ό...λοξός, -ή, -ό • κι άρχισαν [...] και να ρίχνουν λοξές ματιές σ’ εμένα ° und fingen an [...(zu tuscheln)], und warfen schiefe Blicke auf mich [GF+DF aus: Ζατέλη:...