λόγος, ο
1. Grundbedeutungen:
a) der Grund (Pl.: οι λόγοι)
b) die Rede [die jemand hält] (Pl.: οι λόγοι)
c) das Wort [allgemein] (Pl.: die Worte / τα λόγια)
d) das Wort [das jemand ergreift; das man jemandem gibt bzw. das man hält]
e) die Sprache [iS von: der Sprachgebrauch etc.] [s. dazu Z 3]
2. ο (ορθός) λόγος:
• Η "ratio" [...] δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μετάφραση στα λατινικά της αρχαίας ελληνικής λέξης "λόγος". Και μάλιστα της αριστοτελικής εκδοχής της - δηλαδή του "ορθού λόγου". [Νίκος Δήμου: Απολογία ενός ανθέλληνα, σ. 22]
• Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε έναν Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (πόσο μάλλον ένα Σύνταγμα) που να αγνοεί τον ορθό λόγο και να βασίζεται στο συναίσθημα ή στη διαίσθηση. [Νίκος Δήμου: Απολογία ενός ανθέλληνα, σ. 23/24]
3. [als sprachwissenschaftlicher Begriff]:
a) Definition:
Ο λόγος είναι η έκφραση με λόγια ή με κείμενο, του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, δηλαδή των σκέψεων, των ιδεών, των διανοημάτων, των επιθυμιών, των συγκινήσεων και των συναισθημάτων του. Ο λόγος διακρίνεται σε:
α) προφορικό, που γίνεται με την ανθρώπινη ομιλία μέσω των φθόγγων,
β) γραπτό, που γίνεται με την καταγραφή του μέσω των γραμμάτων.
[Σιγαλός, σ. 9]
[bzw.:]
Σημαίνει τη σκέψη και την έκφρασή της με λέξεις. Είδη του: ο γραπτός και ο προφορικός λόγος. [Ρεπόυσης, σ. 15]
b) Beispiele zur Verwendung des Begriffs:
• Η νομική γλώσσα και ιδίως η γραπτή, όπως και γενικά ο γραπτός λόγος, δεν είναι απλή αποτύπωση του προφορικού λόγου.
[Α. Μάνεσης: Η νεοελληνική γλώσσα στη νομική επιστήμη, 1999, S. 66]
• Παρ’ όλα αυτά, όπως ξέρουν πολύ καλά όλοι οι διδάσκοντες και οι διδασκόμενοι, [το ποιόν ενεργείας] αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα κεφάλαια της Γραμματικής και είναι αυτό που συχνότερα από κάθε τι άλλο προδίδει το μη φυσικό ομιλητή, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει ίχνος ξενικής προφοράς ή άλλων ανωμαλιών στο λόγο.
[Αμαλία Μόζερ: Το ποιόν ενεργείας ή (άπ)οψη του ρήματος της Ελληνικής (Aufsatz)]
c) praktikable Übersetzungen:
der Sprachgebrauch / die Sprache [iS von: der Sprachgebrauch] / der Ausdruck [iS von: die Ausdrucksform / der Sprachgebrauch] / das [geschriebene / gesprochene] Wort [iS von: der Sprachgebrauch] – zB.:
• με τόσο καθαρό και απλό λόγο ° in sehr [wörtl.: mit so] klarer und einfacher Sprache [drückt der Autor dieses Romans in seinem Buch die Gefühle aus] [DF+GF von diablog.eu]
4. δεν μου πέφτει λόγος:
• Εμένα δε μου πέφτει λόγος. ° Das geht mich nichts an. [ich bin nicht berechtigt, durch das Fenster die Nachbarn in den gegenüberliegenden Wohnungen zu beobachten] [GF+DF aus: Truffaut]
5. του λόγου μου (σου / του [κτλ.]) ° εγώ (εσύ / αυτός [κτλ.]) [ΛΔΗ]
π.χ.:
• Του λόγου σου ποιος είσαι; [ΛΔΗ]
• Του λόγου σας, κυρ-Μανόλη, πότε ήρθατε; [ΛΔΗ]
6. παίρνω τον λόγο μου πίσω: s. unter παίρνω (Z 1e)
7. που λέει ο λόγος: s. unter λέω (Z 13)
8. κατά κύριο λόγο: s. unter κατά (Z 4)
Weitere Wörter:
- ΛΙΝΙΑ, η...λίνια, η ιταλ. linea: η γραμμή του Ισημερινού, κατ’ επέκτασιν και του τροπικού [Quelle:...
- ΛΙΝΟΣ, -ή, -ό...λινός, -ή, -ό • φορούσε λινό, τσαλακωμένο κοστούμι er trug einen zerknitterten Leinenanzug [GF+DF aus:...
- ΛΙΠΑΣΜΑ, το...λίπασμα, το • [...], και να βλέπεις μέσα απ’ αυτά όλο το λιμάνι, μέχρι τον Προλιμένα. [...] Στο βάθος κάτι τεράστια φουγάρα....
- ΛΙΣΤΑ, η...λίστα, η Zum Verhältnis der Begriffe "λίστα" und "κατάλογος" s. unter κατάλογος, ο ...
- ΛΙΩΝΩ...λιώνω ([bzw.] λειώνω) 1. zur Schreibweise: - λιώνω [ΛΚΝ und Pons online // lt. ΛΜΠ die Schreibweise der Schulgrammatik] - λειώνω [lt....
- ΛΟΓΑΡΙΑΖΩ...λογαριάζω • Auf ihre [= der beiden Töchter] Manieren, ja, und auf ihre Tugend wurde geachtet, da verstand der Patriarch [sc....
- ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ, ο...λογαριασμός, ο 1. είδη λογαριασμού (στην τράπεζα): όψεως / ταμιευτηρίου / προθεσμίας / συναλλάγματος 2. ανοίγω λογαριασμό:...
- ΛΟΓΙΑ, τα...λόγια, τα Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. χάνω τα λόγια μου 3. μετρώ τα λόγια μου 4. μασώ τα λόγια μου 5. δεν παίρνω από λόγια 6. έρχεσαι (έρχεται, ......
- ΛΟΓΙΚΗ, η...λογική, η βάσει λογικής: • Μπορεί ο Νασίφ Μόρις να μην έχει ξεπεράσει πλήρως το πρόβλημα στο δικέφαλο του ποδιού του,...
- ΛΟΓΙΚΟΣ, ο...λογικός,...
- ΛΟΙΜΟΣ, ο...λοιμός, ο = die Seuche [Anm.: ο λοιμός ist zu unterscheiden von: ο λιμός (= die Hungersnot)!] ...
- ΛΟΙΠΟΝ...λοιπόν 1. Grundbedeutung: also 2. [in Fragensätzen allenfalls]: denn – z.B.: • Τι κάνετε, λοιπόν, Ελβίρα; ° Wie geht es Ihnen denn, Elvira? [DF+GF aus:...
- ΛΟΞΟΣ, -ή, -ό...λοξός, -ή, -ό • κι άρχισαν [...] και να ρίχνουν λοξές ματιές σ’ εμένα ° und fingen an [...(zu tuscheln)], und warfen schiefe Blicke auf mich [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΛΟΥΖΩ...λούζω • το μισό δωμάτιο το έλουζε ο πρωινός ήλιος das halbe Zimmer wurde vom morgendlichen Sonnenschein durchflutet [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΛΟΥΛΑΣ, ο...λουλάς, ο • Εδώ παρασκεύαζε ο Χατζής το χασίς και ετοιμαζόνταν οι λουλάδες και οι ναργκιλέδες. [aus der Beschreibung eines "τεκές" in "Ντέφι" Nr. 6, S....
- ΛΟΥΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...λουσμένος, -η, -ο [praktikable Übersetzung in entsprechenden Zusammenhängen eventuell]:...
- ΛΟΥΤΡΟ, το...λουτρό, το έμεινε στα κρύα του λουτρού:...
- ΛΥΓΙΖΩ...λυγίζω • Πικράθηκα, αλλά δε λύγισα. ° Ich habe viele Enttäuschungen erlebt, aber ich habe mich nicht gebeugt. [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus:...
- ΛΥΚΕΙΟ, το...λύκειο, το • Η Λία έπιασε φιλία μ’ έναν μεγαλύτερο από την δευτέρα λυκείου [...]....