καλά


Übersicht:

1. ας είσαι καλά / ας είναι καλά

2. να ’σαι καλά / να είσαι καλά

3. για τα καλά [bzw.] για καλά

4. καλά-καλά [bzw.] καλά καλά [in Sätzen mit δεν, πριν etc.]

5. πάλι καλά που ...

6.1. καλά λέω [bzw.] καλά το (τα) λέω

[bzw.]

6.2. καλά λες [bzw.] καλά το (τα) λες

7. καλά κάνω [bzw.] κάνω καλά

8. καλά του κάνω

9. δε βλέπω καλά (κάποιον)

10. τι καλά

11. πάει καλά!


12. (δεν) πάω καλά

13.1. τα πάω καλά (με)

13.2. τα έχω καλά (με)

14.1. πας καλά;

14.2. είσαι με τα καλά σου; [bzw.]

         είσαι στα καλά σου;

14.3. δεν είσαι με τα καλά σου [bzw.] 

         δεν είσαι στα καλά σου

15. δεν είμαστε καλά

16. ο θεός να έχει καλά (κάποιον)

17. καλά, ... [bzw.] μα καλά, … [in (rheto­ri­schen) Fragen und Ausrufungssätzen]

18. καλά να πάθω: s. unter παθαίνω (Z 2)

19. περνώ καλά: s. unter περνώ (Z 8.2)

20. Sonstiges



1. ας είσαι καλά / ας είναι καλά:

• Ας είναι καλά τα κορίτσια της γειτονιάς, που την αγαπούσαν, και πήγανε μια μια και της έταξαν, πως [...]

Zum Glück kamen die Nachbarmädchen, die sie gern hatten, eine nach der anderen zu ihr und verspra­chen, […] 

[GF+DF aus: Α. Εφταλιώτης: Μαρίνος Kοντάρας] 

• ας είναι καλά εκείνοι οι αμερικάνοι και η Κορέα που μου άνοιξαν τα μάτια

gesegnet seien diese Amerikaner und Korea, welche mir die Augen geöffnet haben

[GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• Ωσότου, ας είναι καλά ο Μανολιός, ας είσαι καλά, παπα-Φώτη μου, ο Θεός μού άνοιξε τα μάτια, κι είδα· [...]

[…] bis Gott, dank eurer Hilfe, mir die Augen öffnete und mich sehend werden ließ

[GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός]

• ένας κρεμανταλάς ασουλούπωτος, που κάπνιζε ολοένα – ας είναι καλά τα πακέτα των "μη καπνιζόντων" του λόχου – [...]

ein unförmiger Hüne [war dieser Oberfeld­webel], der dank der Zigaret­ten[packun­gen] der Nicht­raucher unserer [GF: der] Kom­pa­nie ständig paffte [= rauch­te]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• "Μα μια μέρα, ας είσαι καλά, Γιαννακό μου ..." Έπιασε το χέρι του Γιαννακού [...]

"Doch eines Tages kam glücklicherweise Giannakos …" Er ergriff Giannakos' Hand […]    [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός]

• ας είναι καλά ο Ζορμπάς

sei bedankt dafür, Sorbas!

[GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς]


2. να ’σαι καλά / να είσαι καλά:

• Χαίρομαι πολύ που σας ξαναβλέπω! – [Reaktion:] Να ’σαι καλά, Χανς.

It's so nice to have you back with us. – Thank you, Hans.  

[bzw.]  

Wie schön, dass wir Sie wieder bei uns haben! – Danke, Hans. 

[Dialog zwischen dem Hotel­portier Hans und dem neu an­gekommenen Hotelgast]

[GF (Untertitel), DF + EF (jeweils Ton und Unter­titel) aus dem Film "Is' was, Doc?"]


• Να ’σαι καλά για τη φιλοξενία!

Vielen Dank für deine Gastfreundschaft! [Worte beim Abschied]   

[GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• "Να ’σαι καλά", λέει πνιχτά.

"Ich dank' dir" [für deine guten, freund­schaft­lichen Worte], sag­te [GF: sagt] er erstickt [= mit erstickter Stimme]. [als Re­aktion auf den unterstützenden Zuspruch seines Kriegskameraden]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Δίνεις ψωμί σε φτωχούς φαμελίτες, να ’σαι καλά!

Du verschaffst armen Familienvätern Brot. Gott segne dich

[GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς]

• Να ’σαι καλά, Μιχελή μου, και στον κόσμο τούτον και στον αιώνιο.

Möge es dir wohl ergehen, Michelis, in dieser und in der kommenden Welt.

[GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός]

• Καλά, πρέπει να φύγω τώρα. Να είσαι καλά. Ελπίζω να ξαναϊδωθούμε πάλι γρήγορα.

Gut, ich muss jetzt gehen. Mach's gut. Ich hoffe, dass wir uns bald wieder sehen werden. 

[GF+DF aus dem Strokes-Sprachkurs für Neu­grie­chisch]

• "Να ’σαι καλά, Μάρτιν", είπε ο πατέρας μου.

"Mach's gut, Martin", sagte mein Vater. [als Verab­schiedung]   [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys]

• Ευχαριστώ πάρα πολύ. Να ’στε καλά.

Ich danke euch sehr. Macht's gut. [Verab­schiedung zweier Steuerinspektorin­nen durch eine Athener Ladenbesitzerin]

[GF+DF (jeweils Ton) aus einer Fernseh­doku­mentation]

• Να είστε λοιπόν καλά.

Lebt also wohl. [letzte Worte im Abschieds­brief eines Selbstmörders]

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Να ’σαι καλά που με θυμήθηκες.

~Nett von dir (~Schön / ~Danke), dass du an mich gedacht hast.  [Eigenübersetzung]


3. για τα καλά  °  δυνατά / εντατικά / πάρα πολύ καλά / εντελώς  [ΛΔΗ]  [bzw.]

για (τα) καλά [για καλά / για τα καλά]  °  πάρα πολύ / με ένταση  [ΛΜΠ, σ. 420]

π.χ.:

• Βρέχει για τα καλά.   [ΛΔΗ]

---

• Το γλέντι άναψε για τα καλά.   [ΛΔΗ]

---

• Πώς τα περάσατε; – [Αntwort:] Α, πολύ ωραία: Φάγαμε, ήπιαμε, συζητήσαμε, χορέψαμε για τα καλά!   [ΛΔΗ]

---

• Δεν διαφωνήσανε απλώς. Μαλώσανε για τα καλά.   [ΛΔΗ]

---

• όταν η Ντάνυ μαύριζε για τα καλά

wenn Danny richtig braun wurde

[DF+GF aus: Schulze: Simple Storys]

• σαν χειμώνιαζε για καλά

wenn es richtig Winter wurde

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Κι όταν μπήκε για τα καλά η άνοιξη κι οι καλοκαιρίες, [...]

Und als der Frühling so richtig eingezogen war und das schöne Wetter beständiger wurde, […] // Und als es wirklich Frühling wurde und das schöne Wetter beständiger, […]

[GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]

• τρόμαξα για τα καλά

ich war richtig erschrocken  [Pons online] / ich war total er­schrocken / ich war "voll" erschrocken   [Eigenübersetzungen]

• Συνερχόταν αριά και πού, αλλά ξανάβρι­σκε αμέσως τον ύπνο του, παίρνοντας πα­ράδειγμα απ’ τους διπλανούς του. Για τα καλά ξύπνησε μόνον, όταν [...]

Er [= der dösende Flugzeugpassagier] er­wachte nur selten und fand dann schnell wieder in den Schlaf zurück, angesteckt von den Umsitzenden. Er wurde erst [...] wie­der wirklich wach, als …[die Maschine am Zielflughafen aufsetzte].

[GF (Übersetzung aus dem Deutschen) + DF aus: Kalimerhaba]


• όταν ο ήλιος έδυε ή είχε δύσει για καλά

wenn die Sonne sich neigte oder ganz unter­gegan­gen war 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• και σκοτείνιασε για καλά ο νους του

und in seiner Seele wurde es ganz finster 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Ναι, καμιά σχέση δεν είχαν ο Άρτσιμπαλ κι ο Ζυλ, ίσως μονάχα το ότι και οι δυο τους χάσαν κάποτε τα μυαλά τους για καλά.

Nein, sie hatten nichts gemein, Archibald und Jules, höchstens, dass sie beide irgend­wann gründlich den Verstand ver­lo­ren hatten [wörtl.: verloren].  

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• τα αυτοκίνητα μπροστά μου έχουν κολλή­σει για τα καλά

die Autos vor mir [in der Kolonne] sind [jetzt] (so) richtig (völlig / total / "voll") steckengeblie­ben [nach­dem schon zuvor der Verkehr im Stau nur schleppend vor­wärtsgekommen war]

• Όσο για το στόμα τους, αυτό – [...] – είχε φράξει για καλά.

[...], ihre Lippen blieben – […] – fest ge­schlos­sen. [d.h.: sie sprachen (vor Schreck, Angst etc.) kein Wort]  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• τρομάζοντας για καλά τους δυο γέρους νεκροθάφτες

was […] die beiden alten Totengräber […] furchtbar  erschreckte  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Ο λοχαγός [...] ήταν να τόνε καμπανίσει για καλά.

[…], wollte der Hauptmann den Maultier­treiber [GF: ihn] [wegen dessen Unacht­sam­keit] gehörig zusam­men­stauchen.

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Ξεφτίλισε τον Ερνστ για τα καλά, μπρο­στά σε όλους.

Er hat Ernst runtergeputzt, nach Strich und Faden, vor allen.   [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys]

[Anm.: praktikable (Rück-)Übersetzungs­alterna­ti­ve: 

Er hat Ernst vor allen ordentlich / "voll" runter­ge­putzt.]

• ναι, κάνει κιόλας κρύο για τα καλά

ja, kalt ist es schon ganz schön

[DF+GF (von Νίκος Α. Παπαδόπουλος) aus: W. Borchert: Das Brot, wiedergege­ben in: Νίκος Α. Παπαδόπουλος: Συγκριτική μετάφραση, S. 248 (dort auch alternative Übersetzungen)]


• Σίγουρα θα ’μαι ζαλισμένος για καλά, [...]

Sicher bin ich [männl.] [derzeit] ganz schön be­schwipst, …[dass ich solchen Unsinn rede]

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Ο Φρίντριχ τα ’χε κοπανήσει για τα καλά.

Friedrich hat ja ganz schön einen gela­den. [sc.: er ist ja ganz schön betrunken]   

[DF+GF aus: Schulze: Simple Storys]

[Anm.: praktikable (Rück-)Übersetzungs­alterna­ti­ve: 

Friedrich hat ja ordentlich einen geladen.]

• Και ξημέρωσε το άλλο πρωί, ξημέρωσε για καλά, [...]

Die Nacht verging, der Morgen zog schon mächtig  herauf, […]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• σαν να παγιδεύτηκε για καλά

als wäre sie regelrecht in die Falle ge­gan­gen    [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• ο Τρίστρομ ντράπηκε βέβαια και κοκκίνι­σε για τα καλά

Tristram schämte sich na­tür­lich und wurde puterrot  dabei   [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• ώσπου να ιδρώσει για καλά

bis ihr der Schweiß aus allen Poren brach [tanzte sie und schüttelte sie sich]   

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]


4. καλά-καλά [bzw.] καλά καλά [in Sätzen mit δεν, πριν etc.]  °  τελείως / εντελώς / σωστά  [ΛΔΗ]  

π.χ.:

• Δεν είχε καλά-καλά ξυπνήσει, όταν κάποιος χτύπησε το κουδούνι.  [ΛΔΗ]

---

• Μα εσύ δεν είσαι καλά-καλά ούτε είκοσι ετών και θέλεις να παντρευτείς;  [ΛΔΗ]

---

• Πριν καλά-καλά μου εξηγήσει, άρχισε να με βρίζει.   [ΛΔΗ]

---

• Μα ο Χριστόφορος [...] δεν έδειξε να θυμώνει υπερβολικά, ούτε καλά-καλά να εκπλήσσεται.

Aber Christophoros wurde nicht so [über­mäßig] ärgerlich, […], er war auch nicht so recht erstaunt.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Εκείνες οι γυναίκες ... Ήρθαν σαν σίφουνες, ούτε καλά-καλά τις είδαμε.

Diese Weiber da, die zogen hier vorbei wie der Sturmwind, wir haben sie nicht mal richtig gesehen.  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• δεν είχε προλάβει να δει καλά-καλά πώς ήταν η Ελβετία στο χάρτη, τι σχήμα είχε κι αν υπήρχαν λίμνες

er war noch nicht dazu gekommen, auf der Land­karte richtig nachzusehen, wie die Schweiz aussah, welche Form sie hatte und ob es dort [= in der Schweiz] Seen gab

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• τα αυτοκίνητα που ξεκινούν πριν καλά καλά ανάψει το πράσινο

die Autos, die schon anfahren, bevor die Ampel  richtig auf Grün springt   

[GF+DF aus: Όσες φορές]

• μα καλά-καλά δεν υπάρχει για μένα κρεββάτι στο ξένο σπίτι

dabei gibt es aber nicht einmal für mich in diesem fremden Haus ein richtiges Bett [wie soll ich es da schaffen, auch noch für ihn einen Schlafplatz zu finden]

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Το άλογο βάδιζε πολύ σιγά και πριν καλά-καλά περάσει την έξω πόρτα, σωριάστηκε.

Das Pferd ging sehr langsam, und kaum war es durch das Tor, brach es zusam­men.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 

• Πριν καλά καλά αναρρώσει η γάτα, αρρώστησα εγώ.

Kaum war die Katze wieder halbwegs gesund, überfiel mich eine Krankheit.  

[DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]

• Και κείνον ούτε καλά-καλά τον ήξερα, ούτε καλά-καλά ήξερα πόσο τον ήθελα ή πόσο με ήθελε εκείνος – οι δικοί μας μας πάντρεψαν.

Und den [sc. meinen ersten Ehe­mann] kannte ich ja kaum, ich wusste kaum, ob und wie weit ich ihn wollte oder wie weit er mich wollte – unsere Familien haben uns verheiratet.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Δεν το είχε πει καλά καλά και η Τζένη εμφανίστηκε στην πόρτα της τάξης.

Kaum hatte er das gesagt, erschien Jenny an der Klassentür. 

[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Δεν έχει κλείσει καλά καλά η Ελβίρα την πόρτα και η Λάουρα γυρίζει προς τη μεριά της Κάρμεν και [...]

Kaum hat Elvira die Tür hinter sich ge­schlos­sen [= das Zimmer ver­las­sen], dreht sich Laura zu Carmen um und […]

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Δεν έχει προλάβει καλά καλά να κατε­βάσει τ’ ακουστικό και ξαναχτυπάει.

Sie hat kaum [den Telefonhörer] aufgelegt, da klingelt es wieder.

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Όμως, δεν προλάβαιναν καλά καλά ν’ ανοίξουν, δεν περνούσαν καλά καλά μερικοί μήνες και ξανάκλειναν.

Doch kaum war eröffnet, kaum waren einige Monate vergan­gen, machten sie [= die Restaurants] wieder dicht.

[DF+GF aus: Schulze: Simple Storys]

• Το χριστουγεννιάτικο δώρο μου καλά-καλά δεν έφτασε [...].

Mein Weihnachtsgeld hat nicht ganz ge­reicht [um den Ski-Urlaub zu finanzieren], …[weshalb ich auch auf das laufende Mo­natsgehalt zurückgreifen musste].

[GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]


5. πάλι καλά που ... :

Σημαίνει παρ’ όλο το κακό που έγινε και επειδή αποφεύχτηκε ένα μεγαλύτερο κακό, επικρατεί μια ανεκτή, ενσυγκρίσει με το κακό που θα μπορούσε να είχε γίνει, καλή κατάσταση.  [ΛΔΗ]  //  wenigstens (etwas, dass) ... /  zumindest ... / nur gut, dass ... / immerhin ... / man muss froh sein, dass ... / zum Glück ...

π.χ.:

• (Έγινε ένα ατύχημα και ο οδηγός του αυτοκίνητου βρίσκεται τραυματισμένος στο νοσοκομείο. Ένας φίλος-του λέει:) Πάλι καλά που δεν σκοτώθηκε.    [ΛΔΗ]

• (Κάποιος που πιστεύει πως είναι αθώος έχασε μια δίκη και πρέπει να πληρώσει ένα βαρύ πρόστιμο. Για να αυτοπαρηγορηθεί λέει:) Πάλι καλά που δεν με κλείσανε και στην φυλακή.   [ΛΔΗ]

weitere BSe:

• Πάλι καλά που δεν θρηνούμε και ζωές.

Wir haben [als Folge des Erdbebens] wenigstens keine Toten zu beklagen. [sondern nur (größere) materielle Schäden]

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Πάλι καλά που ο Φρέντερικ είχε αυτήν την ιδέα απόψε!

Nur gut, dass Frederic [und nicht ich] heute Abend auf so eine Idee gekommen ist!

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Τον πατέρα μου ήδη τον ενοχλούσε που κάπνιζαν ακατάπαυστα, πριν, μετά, πάλι καλά που συγκρατή­θηκαν κατά τη διάρκεια της τελετής στο κρεματόριο.

Meinem Vater reichte es schon [iS von: schon das war Anlass für sein Missfallen], dass sie [einige Be­gräb­nis­teilneh­mer] stän­dig rauchten, vorher, nach­her, gerade, dass sie es sich während der Ab­schieds­feier im Krematorium verkniffen.

[DF+GF aus: Menasse: Vienna]


6.1. καλά λέω [bzw.] καλά το (τα) λέω  °  recht haben:

    [in diesem Sinne auch ΛΚΝ: καλά τα λέει ° σωστά μιλάει, έχει δίκιο]

• Καλά έλεγα πως δεν έχεις καθόλου φαντασία και δεν ξέρεις να λες ψέματα.

Ich hatte recht, als ich sagte, du habest keine Phantasie und wissest nicht zu lügen.

[GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] 

• Η πεθερά μου καλά είπε: με την δεύτερη θα σ’ αρέσει.

Meine Schwiegermutter hatte schon recht: Beim zweiten Mal mag man es. [sc.: das Rauchen einer Zigarette]

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Ήρθες! Καλά το ’λεγα εγώ πως θα ’ρθεις!

Du bist [also tatsächlich] gekommen! Ich habe [also] Recht gehabt (mit meiner Ver­mutung / Annahme / Ansicht / Überzeu­gung etc.), dass du kommen würdest!

[Eigenübersetzung]

• Εγώ καλά έλεγα να γίνεις μοδίστρα.

Ich [deine Mutter] habe Recht gehabt (mit mei­ner Ansicht / Überzeugung etc.), dass du Schneiderin werden [und nicht ins Gym­na­si­um gehen] sollst. / ~Ich war mit gutem Grund der Ansicht, dass du Schneiderin werden sollst. [denn jetzt gehst du noch nicht einmal zwei Wochen ins Gymnasium und spielst bereits die Altkluge]

[Eigenübersetzung]

• Καλά μας είπε ο Στέλιος να φύγουμε, αλλά εμείς δεν τον ακούσαμε.

Stelios hat Recht gehabt (mit seinem Rat­schlag an uns), dass wir weggehen sollten, aber wir haben nicht auf ihn gehört.

[Eigenübersetzung]

[bzw.]

6.2. καλά λες [bzw.] καλά το (τα) λες: ως συγκατάβαση [ΛΚΝ*] // du hast recht [etc.]:

       *[dort angeführt in der Form "καλά λες"]

• Μπράβο, λέγανε, χειροκροτούσανε· Καλά τα λες, Αλεξάντρα [...]!

Bravo, sagten sie [= die Zuhörer] und applaudierten [der Rednerin nach deren Vorträgen]: Wie recht du hast, Alexandra […]!  

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο / Anm.: großes "Κ" nach dem Hochpunkt in der GF / Doppelpunkt vor dem "Wie" in der DF]

• Καλά το λες […]

Das ist schon richtig [was du da sagst], …[aber …]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


7. καλά κάνω [bzw.] κάνω καλά:

• Κάνετε καλά λοιπόν που μένετε μακριά απ’ τη Ρωσία – [...].  °  Sie tun also gut daran, sich von Russland fernzuhalten [indem sie im Exil in Frankreich leben] – […].   

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Έχεις ροπή στις υπερβολές, και καλά κάνεις, [...]  °  Du hast eine Neigung zum Exzess, und das ist gut so, […]   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


8. καλά του κάνω (καλά τού κάνω):

του φέρομαι όπως του αρμόζει, ενεργώ όπως πρέπει απέναντί του   [ΛΜΠ, σ. 816]

π.χ.:

• Καλά τού έκανε και τον χαστούκισε! Εγώ στη θέση της θα του είχα σπάσει το κεφάλι!

[ΛΜΠ]

---

• Κι αν τον συλλάβουν κι ανακαλύψουν ότι το πήρε πράγματι εκείνος και τον κλείσουν στη στρούγκα; – [Αntwort:] Καλά θα του κάνουν.

Und wenn sie ihn festnehmen und raus­krie­gen, dass tatsächlich er es genommen [= gestohlen] hat [sc. das Collier], und sie ihn ins Kittchen sperren? – [Antwort:] Recht geschieht’s ihm.  

[GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι]

• Καλά της έκανες.

Geschieht ihr ganz recht.* / ~Und Recht hast du damit gehabt. [sc.: sie (entgegen deiner ur­sprüng­lichen Zusagen) nicht zu heiraten]   [GF+DF (*) aus: Βαμμ.]

• Εμ, καλά δεν του έκανα;

~Habe ich nicht Recht gehabt damit? / ~Ha­be ich denn nicht richtig gehandelt? [sc.: mei­nen Klas­sen­kollegen zu verprü­geln – wo er doch so frech zu mir ist] [rhe­tori­sche Frage]  [GF: B. Μάστορη: Στο γυμνάσιο]

• καλά τους κάνει

~Recht hat er damit [sc. mein Vater – da­mit, dass er die Burschen auf der Straße verprü­gelt]    [GF: B. Μάστορη: Στο γυμνάσιο]

• Και καλά του ’καναν την Πρωταπριλιά.

~Und Recht haben sie damit ge­habt, ihn (mit einem Scherz) in den April zu schicken.  [GF: B. Μάστορη: Στο γυμνάσιο]


9. δε βλέπω καλά (κάποιον):

• Δε βλέπω καλά τη μητριά μου. Της τη δίνει ο γέρος. Κουράστηκε.  °  Ich mache mir Sor­gen um meine Stiefmutter. Ihr geht der Alte auf die Nerven. Sie hat keinen Bock mehr.   [GF+DF aus: Βαμμ.]

• Προσγειώσου, γιατί δε σε βλέπω καλά.  °  Komm endlich auf den Boden der Tat­sachen. Sonst sehe ich schwarz für dich.   [GF+DF aus: Βαμμ.]


10. τι καλά:

• Αχ, τι καλά, μπορεί και νά ’ρθει!  °  Ach, wie schön, er wird vielleicht kommen! [sc. der Mann, auf den ich warte]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


11. πάει καλά!  °  σύμφωνοι!  [ΛΠΑ]  [bzw.]  immerhin  [DF+GF aus: Menasse: Vienna (Anm.: hier ohne Rufzeichen und als Teil eines Satzes)]


12. (δεν) πάω καλά:

• Ο Δροσάκης δεν πήγαινε καλά. Τον έκαιγε δυνατός πυρετός. Ήτανε ξαπλωμένος, δυο κρεβάτια πιο μακριά από μένα.  °  Drossakis [= verwundeter Soldat in einem Lazarett] ging es nicht gut. Er glühte vor hohem Fieber. Er lag zwei Betten von mir entfernt.   [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]


13.1. τα πάω καλά (με)  °  sich gut verstehen (mit) [etc.]:

• οι δυο τους τα πάνε καλά

die beiden verstehen sich gut  

[Pons online]

• Κι αυτό τον καιρό δεν τα πάτε και τόσο καλά;

And you're not getting on too well with him at the moment?  [bzw.] 

Und Sie verstehen sich derzeit nicht be­sonders gut mit ihm [sc. mit Ihrem Mann]?

[GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]

• δεν τα πάει καλά με το αφεντικό του

er kommt mit seinem Chef nicht gut zu­recht [Pons online]

• Τα πάτε καλά με τον Ίαν;

Is it working out with Ian? [Anm.: to work out = laufen / gut laufen]  [bzw.] 

Läuft es gut mit Ian? [sc. zwischen dir und deinem neuen Freund Ian]

[GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]

[bzw.]

13.2. τα έχω καλά (με):

• Γι’ αυτό όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί κάνουν ό,τι μπορούν για να τα ’χουνε καλά μαζί του.  °  Darum [sc. weil er der Neffe des Generals ist und dessen Vertrauen genießt] versuchen fast alle Offiziere sich gut mit ihm [sc. mit diesem Hauptmann] zu stellen.  [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]


14.1. πας καλά;

[bzw.]

14.2. είσαι με τα καλά σου; [bzw.] είσαι στα καλά σου;

=

Geht's dir noch gut? // Bist du noch ganz dicht im Kopf? // Hast du sie noch alle? // Tickst du noch richtig? 

zB.:

• Συγνώμη; Πας καλά; Νομίζεις ότι θα τρέξω πίσω της;

[bzw. (zweite Übersetzung)]

• "Να της ζητήσω συγγνώμη; Είσαι με τα καλά σου; Να τρέξω δηλαδή από πίσω της;"

Entschuldigen [soll ich mich bei ihr (empfiehlst du mir)]? Geht's dir noch gut? Meinst du, ich laufe ihr nach?

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]


• "Ρε συ! Πας καλά;" του έβαλα τις φωνές. "Τι κάνεις;"

[bzw. (zweite Übersetzung)]

• "Είσαι με τα καλά σου, ρε;" του φώναξα. "Γιατί σκουντάς;"

"Mensch! Bist du noch ganz dicht im Kopf?", fuhr ich ihn an. [als er mir seinen Ellbogen in die Rippen stieß] "Was soll das?"

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Πας καλά; Ήταν ανάγκη να καθίσεις να πεις όλη την ιστορία ειδικά σ’ αυτήν;

[bzw. (zweite Übersetzung)]

• Είσαι στα καλά σου; Σ’ αυτήν βρήκες να το πεις;

Bist du noch ganz dicht? Aus­ge­rechnet der [= ihr (sc. Kathrin)] musst [= musstest] du die Geschichte auf die Nase bin­den [= er­zählen]?

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Πας καλά;

[bzw. (zweite Übersetzung)]

• Είσαι στα καλά σου;

Bist du noch ganz dicht? [Kritik am Fehl­ver­hal­ten des Αnderen]

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Πάει καλά; Όπου χτυπήσει αυτός, δε φυτρώνει πια χορτάρι!

[bzw. (zweite Übersetzung)]

• Είναι στα καλά της; Όποιον βαράει αυτός, μένει στον τόπο!

Ist die noch ganz dicht? [dass sie uns empfiehlt, unseren (aggressiven) Klassen­kollegen zur Rede zu stellen] Wo der hin­schlägt, wächst kein Gras mehr!

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Πας καλά;

[bzw. (zweite Übersetzung)]

• Είσαι με τα καλά σου;

Hast du sie noch alle? [Kritik an einer unqualifizierten Bemerkung des Anderen]

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Σε πρόσβαλα; Πας καλά;

[bzw. (zweite Übersetzung)]

• Σε πρόσβαλα; Είσαι με τα καλά σου;

Beleidigt [soll ich dich haben (wie du be­haup­test)]? Tickst du noch richtig? 

[DF + (beide) GF aus: Friedrich: Currywurst]


[bzw.]

14.3. δεν είσαι με τα καλά σου [bzw.] δεν είσαι στα καλά σου:

• "Δεν είσαι με τα καλά σου", μου λέει, "χρωστάς της Μιχαλούς, κι είσαι και 

διαβασμένη!"

"Dir geht's wohl nicht gut", sagt sie, "du hast ja 'nen Vogel [solch un­sinnige Be­fürch­tun­gen zu hegen], und dabei bist du doch gebildet!"

[GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι]

• Νομίζω ότι δεν είσαι στα καλά σου.

Ich glaube, du bist von Sinnen. [im selben Sinne wie "δεν είσαι με τα καλά σου": du hast sie nicht alle / du bist nicht ganz dicht im Kopf / du tickst nicht richtig usw. (weil du von mir eine Formulierung für einen Brief erwartest, die es nicht gibt)] 

[DF+GF aus: Friedrich: Currywurst]

• Δεν είναι στα καλά του.

Er ist nicht ganz bei Trost.  

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• δεν είναι στα καλά της

sie ist nicht recht gescheit // sie hat […] nicht alle beisammen [sc. diese unglück­selige junge Frau]

[GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]


15. δεν είμαστε καλά:

• Δεν είμαστε καλά!  °  Das darf ja nicht wahr sein! [Ausdruck des Unmuts bzw. der Empö­rung über die als unzutreffend bzw. absurd erachteten Behauptungen und Vorwürfe einer anderen Person]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


16. ο θεός να έχει καλά (κάποιον):

• ο θεός να σε έχει καλά  °  Gott möge dich schützen [Schlussworte in einem Brief]   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]


17. καλά, ... [bzw.] μα καλά, … [in (rhetorischen) Fragen und Ausrufungssätzen]:

• Καλά, χαζός είσαι;

Sag mal, bist du [männl.] blöd? [spöttische Frage der Ge­sprächs­partnerin an jeman­den, der nicht versteht, worauf sie mit dem, was sie ihm er­zählt, hinauswill]

[GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• Καλά, σοβαρολογείτε; Ή τρελλαθήκατε και μου τα λέτε αυτά;

Sagt mal, ist das euer Ernst? [sc. dieser Unsinn, den ihr da redet] Oder seid ihr verrückt geworden, mir so etwas zu sagen?   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Κόρη σου, φίλε μου, κι αυτή; Καλά, πόσες κόρες έχεις;

Ist sie auch eine deiner Töchter, mein Freund, sag mal, wie viele Töchter hast du?  [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Καλά, κοιμόσουν;

Ja, hast du denn geschlafen? [ironische Frage an jemanden, der erst im Nach­hinein bemerkt, dass er mit Falschgeld bezahlt wurde]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Καλά, είσαι τελείως βλαμμένος! Και μόνο η σκέψη είναι εντελώς παρανοϊκή!

Du [männl.] bist ja total bekloppt! Allein der Gedanke [den du hegst] ist schon voll­­­kom­men hirnrissig!       

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [je­man­den] aufhalten ...
  • ΚΑΘΩΣ...καθώς Bedeutungsübersicht:...
  • ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...
  • ΚΑΙΑΔΑΣ, ο...Καιάδας, ο s. zB. Νατσ., σ. 238 // Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 145 ...
  • ΚΑΙΓΩ...καίγω vgl. καίω ...
  • ΚΑΙΡΟΣ, ο...καιρός, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο καιρό 3. από καιρό 4. μετά από καιρό 5. από καιρό σε καιρό 6. κατά καιρούς 7. πάει καιρός που ... 8....
  • ΚΑΙΩ...καίω [Anm.: statt καίω auch (wohl nur selten): καίγω (verzeichnet zB. bei ΛΜΠ und ΛΚΝ, nicht aber bei Ιορδανίδου und neurolingo.gr)] Übersicht: 1....
  • ΚΑΚΗΝ...κακήν κακήν κακώς: s. unter κακός, -ή, -ό (Z 3) ...
  • ΚΑΚΟ, το...κακό, το 1. Grundbedeutungen: das Übel, das Böse, das Schlechte, das Unheil 2. το έχω σε κακό να ... [bzw....
  • ΚΑΚΟΣ, -ή, -ό...κακός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlecht 2. έχω τις κακές μου: • Στο τέλος του ’82 η Ανθώ έγινε σαράντα χρονών κι είχε τις κακές της....
Nachher:
  • ΚΑΛΑΜΑΣ, ο...Καλαμάς, ο ο μεγαλύτερος (σε μήκος) ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας [Quelle: griechische Wikipedia] π.χ.:...
  • ΚΑΛΑΜΩΝ (η)...Καλαμών (η) • [aus einem Artikel auf agronews.gr vom Jänner 2013 mit der Überschrift: "Σώζει την παρτίδα η Καλαμών, 'βυθίζονται' πράσινη και κονσερβολιά"]:...
  • ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ...καλησπέρα Zur Verwendungszeit: - λέγεται μετά τις 3 – 4 το απόγευμα (αλλά και "καλημέρα" αυτή την ώρα δεν είναι λάθος) [Ελένη] - s....
  • ΚΑΛΟ, το...καλό, το Übersicht: 1.1. με το καλό [= με ήπιο τρόπο κ.λπ.] 1.2. με το καλό [Wunsch bzw. Ausdruck der Hoffnung/Erwartung] 2.1....
  • ΚΑΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...καλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Κατά το Δεκαπενταύγουστο – δεν καλοθυμάμαι αν ήτανε ανήμερα της Παναγιάς ή την παραμονή – [...] Um den 15....
  • ΚΑΛΟΚΑΙΡΑΚΙ, το...καλοκαιράκι, το • Ήταν οι μέρες του Αγίου Δημητρίου με το μικρό καλοκαιράκι τους ... ° Es waren die Ta­ge um das Fest des heiligen Dhimítrios, im Oktober,...
  • ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...καλοκαιρινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: sommerlich, Sommer- 2. κάνω (κάτι) καλοκαιρινό:...
  • ΚΑΛΟΜΕΛΕΤΩ...καλομελετώ (-άς) καλομελέτα κι έρχεται: να σκέφτεσαι αισιόδοξα και γρήγορα θα πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες σου [ΛΜΠ] // όταν αντιμετωπίζει κάποιος κτ....
  • ΚΑΛΟΣ, -ή, -ό...καλός, -ή, -ό [Anm.: als eigene Stichwörter s. καλά, καλώς sowie το καλό] Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καλέ! 3. καλέ (-ή, -ό) μου ... [als Anrede] 4....
print