καλός, -ή, -ό

[Anm.: als eigene Stichwörter s. καλάκαλώς sowie το καλό


Übersicht:

1. Grundbedeutung

2. καλέ!

3. καλέ (-ή, -ό) μου ... [als Anrede]

4. ο καλός μου

5. καλά και άγια

6. μια και καλή

7. από την καλή

8. είμαι στις καλές μου


9.1. είσαι με τα καλά σου; [bzw.] είσαι στα καλά σου;

       [bzw.]

9.2. δεν είσαι με τα καλά σου [bzw.] δεν είσαι στα καλά σου:

       s. unter καλά (Z 14) (zusammen mit "πας καλά;")


10. με το καλό // στο καλό // το έχω σε καλό // από καλό // (μπα) σε καλό μου (σου, ...):

      s. jeweils unter καλό, το


11. βλέπω (παίρνω) με καλό μάτι: s. unter μάτι, το (Z 6.1)

12. του καλού καιρού: s. unter καιρός, ο (Z 10)


1. Grundbedeutung:

gut


2. καλέ!

προσφωνητικό μόριο, που χρησιμοποιείται συνήθως απ’ τις γυναίκες, χωρίς να έχει οπωσδήποτε την σημασία του "καλός", για προσφωνήσεις κάθε είδους, ανεξάρτητα 

απ’ το φύλο [ΛΔΗ] 

π.χ.:

• Καλέ Μαρία, τι σου είπε ο Γιώργος;   [ΛΔΗ]

• Άφησέ με, καλέ μαμά! Θέλω τώρα να ετοιμαστώ για την γιορτή.   [ΛΔΗ]

• Καλέ κ. Γιώργο, τι πράγματα είν’ αυτά που λέτε;   [ΛΔΗ]

weitere BSe:

• Μαντάμ Φωφώ! Πού ’σαι καλέ;

Madame Fofo! Wo bist du, meine Liebe? [Ausruf bzw. Frage beim Betreten ihrer Villa]      [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα]

• Όταν συναντούσε κάποιο φίλο της, σε δρόμο ή σε μαγαζί, τον αγκάλιαζε από μακριά, φώναζε δυνατά "τι κάνεις, καλέ", [...]

Wenn sie auf der Straße oder im Kaufhaus [besser: im Laden] einen ihrer Freunde traf, umarmte sie ihn schon von weitem, schrie laut: "Wie geht's, Junge", […]  

[GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• Καλέ! Πώς θυμάσαι ότι ήταν της Αγίας Βαρβάρας;

Nanu! Wie hast du dir das gemerkt, dass es am Tag der heiligen Warwára war [dass du Julia gesehen hast]? 

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• έλα καλέ

ach komm 

[GF+DF: Übersetzungsforum von pauker.at]


3. καλέ (-ή, -ό) μου ... [als Anrede]:

• καλέ μου φίλε  °  lieber Freund   [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus: Kalimerhaba]


4. ο καλός μου:

• την άγνωστη γυναίκα η οποία [...] έκοψε βιολέτες και τις πρόσφερε στον καλό της  °  die unbekannte Frau [Akk.] […], die […] Levkojen pflückte, um sie ihrem Liebsten zu bringen   [GF+DF aus: Όσες φορές]


5. καλά και άγια:

• όλα καλά και άγια, [...] ° ~alles gut und schön, [aber] /  ~alles recht und schön, [aber]

• Καλά κι άγια αυτά που λες, μα δε γίνουνται.  °  ~Gut und schön [ist das], was du sagst, aber es ist nicht zu verwirklichen.   [GF aus einem Roman von Καζαντζάκης]


6. μια και καλή  °  ein für allemal [iS von: dauerhaft / für immer]   [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]


7. από την καλή:

• [...], και σήμερα της έδειχνε από την καλή πόσο πικρή και κοφτερή ήταν η γλώσσα τους.  °  [...], und die ihr heute [mit ihren bösen Kommentaren] gründlich gezeigt hatte [sc. ihre Verwandte], wie ätzend, wie scharf die Zungen [der Frauen] hier [in diesem Dorfwaren.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] 


8. είμαι στις καλές μου  °  είμαι ευδιάθετος / έχω τάση να φέρομαι ευνοϊκά προς τον καθένα  [ΛΔΗ] 

π.χ.:

• Είναι στις καλές του απόψε ο (βιομήχανος) κ. Ζώρας. Σκορπάει δώρα και φιλο­φρο­νήσεις παντού.   [ΛΔΗ]

• Σήμερα πες του πατέρα σου να σου αγοράσει το φουστάνι. Σήμερα είναι στις καλές του.   [ΛΔΗ]

• Μην μιλήσεις σήμερα στον κ. προϊστάμενο. Δεν είναι στις καλές του και θα σε απο­πά­ρει.   [ΛΔΗ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΚΟΣ, -ή, -ό...κακός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlecht 2. έχω τις κακές μου: • Στο τέλος του ’82 η Ανθώ έγινε σαράντα χρονών κι είχε τις κακές της....
  • ΚΑΛΑ...καλά Übersicht: 1. ας είσαι καλά / ας είναι καλά 2. να ’σαι καλά / να είσαι καλά 3. για τα καλά [bzw.] για καλά 4. καλά-καλά [bzw....
  • ΚΑΛΑΜΑΣ, ο...Καλαμάς, ο ο μεγαλύτερος (σε μήκος) ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας [Quelle: griechische Wikipedia] π.χ.:...
  • ΚΑΛΑΜΩΝ (η)...Καλαμών (η) • [aus einem Artikel auf agronews.gr vom Jänner 2013 mit der Überschrift: "Σώζει την παρτίδα η Καλαμών, 'βυθίζονται' πράσινη και κονσερβολιά"]:...
  • ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ...καλησπέρα Zur Verwendungszeit: - λέγεται μετά τις 3 – 4 το απόγευμα (αλλά και "καλημέρα" αυτή την ώρα δεν είναι λάθος) [Ελένη] - s....
  • ΚΑΛΟ, το...καλό, το Übersicht: 1.1. με το καλό [= με ήπιο τρόπο κ.λπ.] 1.2. με το καλό [Wunsch bzw. Ausdruck der Hoffnung/Erwartung] 2.1....
  • ΚΑΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...καλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Κατά το Δεκαπενταύγουστο – δεν καλοθυμάμαι αν ήτανε ανήμερα της Παναγιάς ή την παραμονή – [...] Um den 15....
  • ΚΑΛΟΚΑΙΡΑΚΙ, το...καλοκαιράκι, το • Ήταν οι μέρες του Αγίου Δημητρίου με το μικρό καλοκαιράκι τους ... ° Es waren die Ta­ge um das Fest des heiligen Dhimítrios, im Oktober,...
  • ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...καλοκαιρινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: sommerlich, Sommer- 2. κάνω (κάτι) καλοκαιρινό:...
  • ΚΑΛΟΜΕΛΕΤΩ...καλομελετώ (-άς) καλομελέτα κι έρχεται: να σκέφτεσαι αισιόδοξα και γρήγορα θα πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες σου [ΛΜΠ] // όταν αντιμετωπίζει κάποιος κτ....
Nachher:
  • ΚΑΛΟΣΥΝΗ, η...καλοσύνη, η (zuweilen auch: καλωσύνη, η) 1. Bedeutung: die Güte 2. καλοσύνη – καλωσύνη: Zutreffender (und gebräuchlicher) ist lt. Καρζής, S 94,...
  • ΚΑΛΟΥΠΙ, το...καλούπι, το • [...] και του ’ρθε καλούπι. ° [...], und es [= er] passte zu ihm wie angegossen [sc. der Phantasiename, den wir Soldaten dem General gaben]....
  • ΚΑΛΥΠΤΩ...καλύπτω 1) bedecken 2) [in Zusammenhang mit Kosten bzw. Zahlungen]: bestreiten / aufkommen (für) 3) [in Zusammenhang mit dem Verhalten von Personen]:...
  • ΚΑΛΥΤΕΡΑ...καλύτερα = besser / lieber [iS von: besser, vorzugsweise]: • Και καλύτερα να μην πεις της μητέρας σου πού πας. ° Und sag deiner Mutter lieber (besser) nicht,...
  • ΚΑΛΥΨΗ, η...κάλυψη, η = [u.a.] die [mediale] Berichterstattung: • η δημοσιογραφική κάλυψη της κρίσης ° die (journalistische) Berichterstattung [zB....
  • ΚΑΛΩ...καλώ (-είς) 1. Grundbedeutungen: - rufen - anrufen - einladen - auffordern - vorladen; einberufen 2. καλεί το τηλέφωνο [bzw.] καλεί η γραμμή:...
  • ΚΑΛΩΣ...καλώς 1. Grundbedeutung: gut [Adverb] 2. έχει καλώς ° μάλιστα / εντάξει / όπως συμφωνήθηκε [ΛΤΣ] // a) εντάξει, όλα καλά / b) σύμφωνοι, δεκτόν [ΛΜΠ] π.χ.:...
  • ΚΑΛΩΣΥΝΗ, η...καλωσύνη, η vgl. καλοσύνη, η ...
  • ΚΑΜΑΚΙ, το...καμάκι, το • Βλέπετε, είχα βαρεθεί αυτό το συνεχές αντρικό καμάκι. ° Sehen Sie [iS von: Wissen Sie],...