καλώ (-είς)
1. Grundbedeutungen:
- rufen
- anrufen
- einladen
- auffordern
- vorladen; einberufen
2. καλεί το τηλέφωνο [bzw.] καλεί η γραμμή:
• Το τηλέφωνο του σπιτιού της καλούσε όλη την Κυριακή χωρίς κανείς να το σηκώνει. ° Das Telefon bei ihr zu Hause läutete den ganzen Sonntag, ohne dass jemand abhob. [Eigenübersetzung]
• Η γραμμή καλούσε συνεχώς, αλλά η Μαρία δεν απαντούσε. Και ήταν τότε έτοιμη να κατεβάσει το ακουστικό, καθώς πίστεψε ότι θα έλειπε από το σπίτι. ° Es läutete die ganze Zeit [am anderen Ende der Leitung] [als die Mutter ihre Tochter Maria anrief], aber Maria hob nicht ab. Und sie [die Mutter] war dann kurz davor, den Hörer aufzulegen, weil sie glaubte, sie [Maria] würde nicht zu Hause sein. [aber schließlich war doch die Stimme der Tochter zu hören] [Eigenübersetzung]
3. (κάποιος) καλείται να ... :
• Εκτός αυτού η οικονομική πολιτική καλείται να εξασφαλίσει υψηλό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και υψηλό επίπεδο απασχόλησης. ° Darüber hinaus ist es Aufgabe der Wirtschaftspolitik, für ein hohes Wirtschaftswachstum und einen hohen Beschäftigungsstand zu sorgen. [DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]
• Το κράτος καλείται να θέσει το κανονιστικό πλαίσιο για το οικονομικό σύστημα που επιθυμεί η μεγάλη πλειονότητα των Γερμανών: την κοινωνική οικονομία της αγοράς. ° Er [= der Staat] muss den ordnungspolitischen Rahmen für das wirtschaftliche System setzen, das die überragende Mehrheit der Deutschen favorisiert: Die soziale Marktwirtschaft. [DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]
• μπροστά στην πόλη και τη χώρα, την οποία είχε κληθεί να κυβερνήσει ° von [GF: vor] der Stadt [sc. Athen] und dem Lande, die [GF: das] er mit zu regieren berufen worden war [sc. der neue (vom König eingesetzte) Premierminister in Griechenland (= Rudhart, 1837)] [DF+GF aus: Ross]
Anhang:
Konjugation des Passivs:
Präsens: |
|||||
- παρακείμενος: Variante 1: έχω καλεστεί / έχεις καλεστεί [usw.] Variante 2: έχω κληθεί / έχεις κληθεί [usw.] - μετοχή (Partizip) ενεστώτα: καλούμενος (-η, -ο) - μετοχή (Partizip) παρακειμένου: (lt. Ιορδανίδου nur für Variante 1): καλεσμένος (-η, -ο) |
Zum Bedeutungsunterschied zwischen Variante 1 und Variante 2 siehe Ιορδανίδου, S 363: Οι τύποι "καλέστηκα" ("να καλεστώ" κτλ.) και "καλεσμένος" χρησιμοποιούνται κυρίως με την έννοια "προσκαλούμαι", ενώ οι τύποι "κλήθηκα" ("να κληθώ" κτλ.) με την έννοια "μου ζητούν να παρευρεθώ σε κάτι, να κάνω κάτι" κτλ., π.χ. "κλήθηκε ο μάρτυρας να καταθέσει στο δικαστήριο". |
Weitere Wörter:
- ΚΑΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...καλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Κατά το Δεκαπενταύγουστο – δεν καλοθυμάμαι αν ήτανε ανήμερα της Παναγιάς ή την παραμονή – [...] Um den 15....
- ΚΑΛΟΚΑΙΡΑΚΙ, το...καλοκαιράκι, το • Ήταν οι μέρες του Αγίου Δημητρίου με το μικρό καλοκαιράκι τους ... ° Es waren die Tage um das Fest des heiligen Dhimítrios, im Oktober,...
- ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...καλοκαιρινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: sommerlich, Sommer- 2. κάνω (κάτι) καλοκαιρινό:...
- ΚΑΛΟΜΕΛΕΤΩ...καλομελετώ (-άς) καλομελέτα κι έρχεται: να σκέφτεσαι αισιόδοξα και γρήγορα θα πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες σου [ΛΜΠ] // όταν αντιμετωπίζει κάποιος κτ....
- ΚΑΛΟΣ, -ή, -ό...καλός, -ή, -ό [Anm.: als eigene Stichwörter s. καλά, καλώς sowie το καλό] Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καλέ! 3. καλέ (-ή, -ό) μου ... [als Anrede] 4....
- ΚΑΛΟΣΥΝΗ, η...καλοσύνη, η (zuweilen auch: καλωσύνη, η) 1. Bedeutung: die Güte 2. καλοσύνη – καλωσύνη: Zutreffender (und gebräuchlicher) ist lt. Καρζής, S 94,...
- ΚΑΛΟΥΠΙ, το...καλούπι, το • [...] και του ’ρθε καλούπι. ° [...], und es [= er] passte zu ihm wie angegossen [sc. der Phantasiename, den wir Soldaten dem General gaben]....
- ΚΑΛΥΠΤΩ...καλύπτω 1) bedecken 2) [in Zusammenhang mit Kosten bzw. Zahlungen]: bestreiten / aufkommen (für) 3) [in Zusammenhang mit dem Verhalten von Personen]:...
- ΚΑΛΥΤΕΡΑ...καλύτερα = besser / lieber [iS von: besser, vorzugsweise]: • Και καλύτερα να μην πεις της μητέρας σου πού πας. ° Und sag deiner Mutter lieber (besser) nicht,...
- ΚΑΛΥΨΗ, η...κάλυψη, η = [u.a.] die [mediale] Berichterstattung: • η δημοσιογραφική κάλυψη της κρίσης ° die (journalistische) Berichterstattung [zB....
- ΚΑΛΩΣ...καλώς 1. Grundbedeutung: gut [Adverb] 2. έχει καλώς ° μάλιστα / εντάξει / όπως συμφωνήθηκε [ΛΤΣ] // a) εντάξει, όλα καλά / b) σύμφωνοι, δεκτόν [ΛΜΠ] π.χ.:...
- ΚΑΛΩΣΥΝΗ, η...καλωσύνη, η vgl. καλοσύνη, η ...
- ΚΑΜΑΚΙ, το...καμάκι, το • Βλέπετε, είχα βαρεθεί αυτό το συνεχές αντρικό καμάκι. ° Sehen Sie [iS von: Wissen Sie],...
- ΚΑΜΑΚΩΝΩ...καμακώνω s. unter καμάκι, το ...
- ΚΑΜΑΡΑ, η (Ι) (= κάμαρα, η) / ΚΑΜΑΡΗ, η...κάμαρα, η / κάμαρη, η = das Zimmer, der Raum, die Kammer, die Stube: • η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη das Zimmer war elend und ärmlich [GF+DF aus: Καβάφης:...
- ΚΑΜΑΡΑ, η (ΙΙ) (= καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η)...καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η 1. η καμάρα ° die Arkade / der Bogen [in der Architektur]:...
- ΚΑΜΑΡΑΚΙ, το [bzw.] ΚΑΜΑΡΟΥΛΑ, η...καμαράκι, το [bzw.] καμαρούλα, η = das Kämmerlein / das Stübchen / die kleine Stube: • [......
- ΚΑΜΑΡΙ, το...καμάρι, το το έχω καμάρι: s. unter έχω (Z 6) ...
- ΚΑΜΠΑΡΕ, το...καμπαρέ, το • [...] πως χορεύει τα Σαββατοκύριακα σε κάποιο καμπαρέ εκείνο τον ανατολίτικο χορό, που, αν δεν κάνω λάθος, τον λένε "μπέλυ ντανς". ° [...],...