καμάρι, το


το έχω καμάρι: s. unter έχω (Z 6)


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΛΥΤΕΡΑ...καλύτερα = besser / lieber [iS von: besser, vorzugsweise]: • Και καλύτερα να μην πεις της μητέρας σου πού πας. ° Und sag deiner Mutter lieber (besser) nicht,...
  • ΚΑΛΥΨΗ, η...κάλυψη, η = [u.a.] die [mediale] Berichterstattung: • η δημοσιογραφική κάλυψη της κρίσης ° die (journalistische) Berichterstattung [zB....
  • ΚΑΛΩ...καλώ (-είς) 1. Grundbedeutungen: - rufen - anrufen - einladen - auffordern - vorladen; einberufen 2. καλεί το τηλέφωνο [bzw.] καλεί η γραμμή:...
  • ΚΑΛΩΣ...καλώς 1. Grundbedeutung: gut [Adverb] 2. έχει καλώς ° μάλιστα / εντάξει / όπως συμφωνήθηκε [ΛΤΣ] // a) εντάξει, όλα καλά / b) σύμφωνοι, δεκτόν [ΛΜΠ] π.χ.:...
  • ΚΑΛΩΣΥΝΗ, η...καλωσύνη, η vgl. καλοσύνη, η ...
  • ΚΑΜΑΚΙ, το...καμάκι, το • Βλέπετε, είχα βαρεθεί αυτό το συνεχές αντρικό καμάκι. ° Sehen Sie [iS von: Wissen Sie],...
  • ΚΑΜΑΚΩΝΩ...καμακώνω s. unter καμάκι, το ...
  • ΚΑΜΑΡΑ, η (Ι) (= κάμαρα, η) / ΚΑΜΑΡΗ, η...κάμαρα, η / κάμαρη, η = das Zimmer, der Raum, die Kammer, die Stube: • η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη das Zimmer war elend und ärmlich [GF+DF aus: Καβάφης:...
  • ΚΑΜΑΡΑ, η (ΙΙ) (= καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η)...καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η 1. η καμάρα ° die Arkade / der Bogen [in der Architektur]:...
  • ΚΑΜΑΡΑΚΙ, το [bzw.] ΚΑΜΑΡΟΥΛΑ, η...καμαράκι, το [bzw.] καμαρούλα, η = das Kämmerlein / das Stübchen / die kleine Stube: • [......
Nachher:
  • ΚΑΜΠΑΡΕ, το...καμπαρέ, το • [...] πως χορεύει τα Σαββατοκύριακα σε κάποιο καμπαρέ εκείνο τον ανατολίτικο χορό, που, αν δεν κάνω λάθος, τον λένε "μπέλυ ντανς". ° [...],...
  • ΚΑΜΠΟΣΟΣ, -η, -ο...κάμποσος, -η, -ο (auch [lt. ΛΚΝ: προφ.]: καμπόσος, -η, -ο) 1. Definition:...
  • ΚΑΜΩΜΑΤΑ, τα...καμώματα, τα • [...], και τα νεύρα της Φεβρωνίας έσπαζαν μέρα με την ημέρα, δεν άντεχε καμώματα ούτε από μικρούς ούτε από μεγάλους. ° […],...
  • ΚΑΝ...καν 1. ούτε καν // δεν … καν ° nicht einmal [bzw.] überhaupt nicht, gar nicht 2. πριν καν // προτού καν:...
  • ΚΑΝΑ...κάνα 1) = κανένα 2) κανα-δυό [bzw.] κάνα δυο [etc.]: s. eigenes Stichwort ...
  • ΚΑΝΑ-ΔΥΟ [bzw.] ΚΑΝΑ ΔΥΟ [bzw.] ΚΑΝΑΔΥΟ...κανα-δυό (auch: κάνα-δυό / κάνα-δυο) [bzw.] κάνα δυο [bzw.] καναδυό Übersicht: 1) ein paar / einige [etc.] 2) ein bis zwei [etc....
  • ΚΑΝΕΙΣ...κανείς 1. Grundbedeutungen: a) man: • Έχει κανείς την εντύπωση πως [...] ° Man hat den Eindruck, dass [...] b)* jemand: • Γνωρίζει κανείς [...]; ° Weiß jemand [....
  • ΚΑΝΕΝΑΣ (ΚΑΝΕΙΣ) / ΚΑΜΙΑ / ΚΑΝΕΝΑ...κανένας (κανείς) / καμία (καμιά) / κανένα Gesamtübersicht: 1. Bedeutung in Sätzen mit einer Verneinung 2. Übersetzungen in Sätzen ohne Verneinung 3.1....
  • ΚΑΝΟΝΙΖΩ...κανονίζω 1) regeln, einrichten, arrangieren [etc.]: • Δεν κανονίζεις τη βάρδια σου για τη Δευτέρα, να πάμε την Κυριακή για ψάρεμα; – [Antwort:] Δε γίνεται. Όχι,...