κάμαρα, η / κάμαρη, η
= das Zimmer, der Raum, die Kammer, die Stube:
• η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη |
das Zimmer war elend und ärmlich [GF+DF aus: Καβάφης: Um zu bleiben] [bzw.] das Zimmer war gemein und ärmlich [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] |
• σπίτια με πολλούς διαδρόμους και κάμαρες |
Häuser mit vielen Fluren, vielen Zimmern [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες |
in diesen finstern Zimmern [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] |
• οι άδειες κάμαρες του σπιτιού |
die leeren Räume des Hauses [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
• στο δικό μας λοιπόν το σπίτι επιτάξανε τις απάνω κάμαρες |
in unserem [zweistöckigen] Haus hatten sie [= die Soldaten] also die oberen Räume in Beschlag genommen [= requiriert] [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
• άνθρωποι που δεν έβαλαν ούτε ξένη γάτα στην κάμαρά τους |
Menschen, die nie in ihrem Leben auch nur eine fremde Katze in ihre Stube gelassen hatten [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Εγώ θα σου χτίσω παλάτι με σαράντα κάμαρες και θα σου γεμίσω μπινιάδες με μαλάματα κι ασήμια. |
Ich werde dir einen Palast mit vierzig Zimmern bauen und die [richtig: und dir] Truhen mit Gold und Silber füllen. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] [Anm.: Der Begriff "κάμαρα" bzw. "κάμαρη" bezeichnet also offensichtlich auch große Räume.] |
• την μικρή μας κάμαρη |
unser kleines Zimmer [Akk.] [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka // Um zu bleiben (synonym)] |
• Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω. |
Wie genau ich dieses Zimmer kenne. [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] [bzw.] Wie gut kenn ich dies Zimmer. [GF+DF aus: Καβάφης: Um zu bleiben] |
• [...] και μ’ οδηγούσε στην κάμαρή μου |
[…] und [er] mich [= Gast in seinem Haus] in mein Zimmer führte [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
• σε κάμαρη άδεια και μικρή |
in einer kleinen, leeren [wörtl.: leeren und kleinen] Kammer [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] |
• μες στην μικρή την κάμαρη |
in dieser [wörtl.: in der] kleinen Kammer [GF+DF aus: Καβάφης: Ithaka] |
• ο αγέρας της κάμαρης θα μυρίζει ώριμα φρούτα |
die Luft in der Stube wird nach reifen Früchten riechen [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Στην κάμαρη που τήνε λέγανε μπουφέ ήταν στρωμένα τραπέζια μακριά σαν σιδερόδρομοι. |
In dem Saal [in der palastartigen Villa], den sie Büffet nennen [wörtl.: nannten], waren gedeckte Tische, lang wie eine Eisenbahnstrecke. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] [Anm.: Der Begriff "κάμαρα" bzw. "κάμαρη" bezeichnet also offensichtlich auch große Räume.] |
Weitere Wörter:
- ΚΑΛΟΣΥΝΗ, η...καλοσύνη, η (zuweilen auch: καλωσύνη, η) 1. Bedeutung: die Güte 2. καλοσύνη – καλωσύνη: Zutreffender (und gebräuchlicher) ist lt. Καρζής, S 94,...
- ΚΑΛΟΥΠΙ, το...καλούπι, το • [...] και του ’ρθε καλούπι. ° [...], und es [= er] passte zu ihm wie angegossen [sc. der Phantasiename, den wir Soldaten dem General gaben]....
- ΚΑΛΥΠΤΩ...καλύπτω 1) bedecken 2) [in Zusammenhang mit Kosten bzw. Zahlungen]: bestreiten / aufkommen (für) 3) [in Zusammenhang mit dem Verhalten von Personen]:...
- ΚΑΛΥΤΕΡΑ...καλύτερα = besser / lieber [iS von: besser, vorzugsweise]: • Και καλύτερα να μην πεις της μητέρας σου πού πας. ° Und sag deiner Mutter lieber (besser) nicht,...
- ΚΑΛΥΨΗ, η...κάλυψη, η = [u.a.] die [mediale] Berichterstattung: • η δημοσιογραφική κάλυψη της κρίσης ° die (journalistische) Berichterstattung [zB....
- ΚΑΛΩ...καλώ (-είς) 1. Grundbedeutungen: - rufen - anrufen - einladen - auffordern - vorladen; einberufen 2. καλεί το τηλέφωνο [bzw.] καλεί η γραμμή:...
- ΚΑΛΩΣ...καλώς 1. Grundbedeutung: gut [Adverb] 2. έχει καλώς ° μάλιστα / εντάξει / όπως συμφωνήθηκε [ΛΤΣ] // a) εντάξει, όλα καλά / b) σύμφωνοι, δεκτόν [ΛΜΠ] π.χ.:...
- ΚΑΛΩΣΥΝΗ, η...καλωσύνη, η vgl. καλοσύνη, η ...
- ΚΑΜΑΚΙ, το...καμάκι, το • Βλέπετε, είχα βαρεθεί αυτό το συνεχές αντρικό καμάκι. ° Sehen Sie [iS von: Wissen Sie],...
- ΚΑΜΑΚΩΝΩ...καμακώνω s. unter καμάκι, το ...
- ΚΑΜΑΡΑ, η (ΙΙ) (= καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η)...καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η 1. η καμάρα ° die Arkade / der Bogen [in der Architektur]:...
- ΚΑΜΑΡΑΚΙ, το [bzw.] ΚΑΜΑΡΟΥΛΑ, η...καμαράκι, το [bzw.] καμαρούλα, η = das Kämmerlein / das Stübchen / die kleine Stube: • [......
- ΚΑΜΑΡΙ, το...καμάρι, το το έχω καμάρι: s. unter έχω (Z 6) ...
- ΚΑΜΠΑΡΕ, το...καμπαρέ, το • [...] πως χορεύει τα Σαββατοκύριακα σε κάποιο καμπαρέ εκείνο τον ανατολίτικο χορό, που, αν δεν κάνω λάθος, τον λένε "μπέλυ ντανς". ° [...],...
- ΚΑΜΠΟΣΟΣ, -η, -ο...κάμποσος, -η, -ο (auch [lt. ΛΚΝ: προφ.]: καμπόσος, -η, -ο) 1. Definition:...
- ΚΑΜΩΜΑΤΑ, τα...καμώματα, τα • [...], και τα νεύρα της Φεβρωνίας έσπαζαν μέρα με την ημέρα, δεν άντεχε καμώματα ούτε από μικρούς ούτε από μεγάλους. ° […],...
- ΚΑΝ...καν 1. ούτε καν // δεν … καν ° nicht einmal [bzw.] überhaupt nicht, gar nicht 2. πριν καν // προτού καν:...
- ΚΑΝΑ...κάνα 1) = κανένα 2) κανα-δυό [bzw.] κάνα δυο [etc.]: s. eigenes Stichwort ...
- ΚΑΝΑ-ΔΥΟ [bzw.] ΚΑΝΑ ΔΥΟ [bzw.] ΚΑΝΑΔΥΟ...κανα-δυό (auch: κάνα-δυό / κάνα-δυο) [bzw.] κάνα δυο [bzw.] καναδυό Übersicht: 1) ein paar / einige [etc.] 2) ein bis zwei [etc....