καμάκι, το


• Βλέπετε, είχα βαρεθεί αυτό το συνεχές αντρικό καμάκι.  °  Sehen Sie [iS von: Wissen Sie], ich hatte diese ewige Anmache der Männer [= durch die Männer] satt.   

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• Μέχρι τώρα δεν ήμουν ποτέ παρών, όταν έκανε καμάκι σε ένα κορίτσι, όπως έλεγε. 

[bzw.]

Μέχρι τώρα, δεν ήμουν ποτέ παρών, όταν καμάκωνε κορίτσι, όπως συνήθιζε να λέει.

=

Bisher war ich [männl.] noch nie dabei gewesen, wenn er ein Mädchen "anbaggerte", wie er sagte.   

[DF + (synonyme) GF aus: Friedrich: Currywurst]  


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΛΟΜΕΛΕΤΩ...καλομελετώ (-άς) καλομελέτα κι έρχεται: να σκέφτεσαι αισιόδοξα και γρήγορα θα πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες σου [ΛΜΠ] // όταν αντιμετωπίζει κάποιος κτ....
  • ΚΑΛΟΣ, -ή, -ό...καλός, -ή, -ό [Anm.: als eigene Stichwörter s. καλά, καλώς sowie το καλό] Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καλέ! 3. καλέ (-ή, -ό) μου ... [als Anrede] 4....
  • ΚΑΛΟΣΥΝΗ, η...καλοσύνη, η (zuweilen auch: καλωσύνη, η) 1. Bedeutung: die Güte 2. καλοσύνη – καλωσύνη: Zutreffender (und gebräuchlicher) ist lt. Καρζής, S 94,...
  • ΚΑΛΟΥΠΙ, το...καλούπι, το • [...] και του ’ρθε καλούπι. ° [...], und es [= er] passte zu ihm wie angegossen [sc. der Phantasiename, den wir Soldaten dem General gaben]....
  • ΚΑΛΥΠΤΩ...καλύπτω 1) bedecken 2) [in Zusammenhang mit Kosten bzw. Zahlungen]: bestreiten / aufkommen (für) 3) [in Zusammenhang mit dem Verhalten von Personen]:...
  • ΚΑΛΥΤΕΡΑ...καλύτερα = besser / lieber [iS von: besser, vorzugsweise]: • Και καλύτερα να μην πεις της μητέρας σου πού πας. ° Und sag deiner Mutter lieber (besser) nicht,...
  • ΚΑΛΥΨΗ, η...κάλυψη, η = [u.a.] die [mediale] Berichterstattung: • η δημοσιογραφική κάλυψη της κρίσης ° die (journalistische) Berichterstattung [zB....
  • ΚΑΛΩ...καλώ (-είς) 1. Grundbedeutungen: - rufen - anrufen - einladen - auffordern - vorladen; einberufen 2. καλεί το τηλέφωνο [bzw.] καλεί η γραμμή:...
  • ΚΑΛΩΣ...καλώς 1. Grundbedeutung: gut [Adverb] 2. έχει καλώς ° μάλιστα / εντάξει / όπως συμφωνήθηκε [ΛΤΣ] // a) εντάξει, όλα καλά / b) σύμφωνοι, δεκτόν [ΛΜΠ] π.χ.:...
  • ΚΑΛΩΣΥΝΗ, η...καλωσύνη, η vgl. καλοσύνη, η ...
Nachher:
  • ΚΑΜΑΚΩΝΩ...καμακώνω s. unter καμάκι, το ...
  • ΚΑΜΑΡΑ, η (Ι) (= κάμαρα, η) / ΚΑΜΑΡΗ, η...κάμαρα, η / κάμαρη, η = das Zimmer, der Raum, die Kammer, die Stube: • η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη das Zimmer war elend und ärmlich [GF+DF aus: Καβάφης:...
  • ΚΑΜΑΡΑ, η (ΙΙ) (= καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η)...καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η 1. η καμάρα ° die Arkade / der Bogen [in der Architektur]:...
  • ΚΑΜΑΡΑΚΙ, το [bzw.] ΚΑΜΑΡΟΥΛΑ, η...καμαράκι, το [bzw.] καμαρούλα, η = das Kämmerlein / das Stübchen / die kleine Stube: • [......
  • ΚΑΜΑΡΙ, το...καμάρι, το το έχω καμάρι: s. unter έχω (Z 6) ...
  • ΚΑΜΠΑΡΕ, το...καμπαρέ, το • [...] πως χορεύει τα Σαββατοκύριακα σε κάποιο καμπαρέ εκείνο τον ανατολίτικο χορό, που, αν δεν κάνω λάθος, τον λένε "μπέλυ ντανς". ° [...],...
  • ΚΑΜΠΟΣΟΣ, -η, -ο...κάμποσος, -η, -ο (auch [lt. ΛΚΝ: προφ.]: καμπόσος, -η, -ο) 1. Definition:...
  • ΚΑΜΩΜΑΤΑ, τα...καμώματα, τα • [...], και τα νεύρα της Φεβρωνίας έσπαζαν μέρα με την ημέρα, δεν άντεχε καμώματα ούτε από μικρούς ούτε από μεγάλους. ° […],...
  • ΚΑΝ...καν 1. ούτε καν // δεν … καν ° nicht einmal [bzw.] überhaupt nicht, gar nicht 2. πριν καν // προτού καν:...