καν
1. ούτε καν // δεν … καν ° nicht einmal [bzw.] überhaupt nicht, gar nicht
2. πριν καν // προτού καν:
• και με το τρίτο [τσιγάρο] έκλεισαν πάλι τα μάτια της πριν καν το τελειώσει ° [und] bei der dritten [Zigarette (die sie drehte)] fielen ihr wieder die Augen zu, noch bevor sie sie fertiggedreht hatte [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• "[...]", μουρμούρισε, προτού καν προλάβω να τον χαιρετήσω. ° "[…]", brummte er, bevor ich auch nur die Möglichkeit hatte, ihn zu begrüßen. [DF+GF aus: Friedrich: Currywurst]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΚΑΛΩΣΥΝΗ, η...καλωσύνη, η vgl. καλοσύνη, η ...
- ΚΑΜΑΚΙ, το...καμάκι, το • Βλέπετε, είχα βαρεθεί αυτό το συνεχές αντρικό καμάκι. ° Sehen Sie [iS von: Wissen Sie],...
- ΚΑΜΑΚΩΝΩ...καμακώνω s. unter καμάκι, το ...
- ΚΑΜΑΡΑ, η (Ι) (= κάμαρα, η) / ΚΑΜΑΡΗ, η...κάμαρα, η / κάμαρη, η = das Zimmer, der Raum, die Kammer, die Stube: • η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη das Zimmer war elend und ärmlich [GF+DF aus: Καβάφης:...
- ΚΑΜΑΡΑ, η (ΙΙ) (= καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η)...καμάρα, η [bzw.] Καμάρα, η 1. η καμάρα ° die Arkade / der Bogen [in der Architektur]:...
- ΚΑΜΑΡΑΚΙ, το [bzw.] ΚΑΜΑΡΟΥΛΑ, η...καμαράκι, το [bzw.] καμαρούλα, η = das Kämmerlein / das Stübchen / die kleine Stube: • [......
- ΚΑΜΑΡΙ, το...καμάρι, το το έχω καμάρι: s. unter έχω (Z 6) ...
- ΚΑΜΠΑΡΕ, το...καμπαρέ, το • [...] πως χορεύει τα Σαββατοκύριακα σε κάποιο καμπαρέ εκείνο τον ανατολίτικο χορό, που, αν δεν κάνω λάθος, τον λένε "μπέλυ ντανς". ° [...],...
- ΚΑΜΠΟΣΟΣ, -η, -ο...κάμποσος, -η, -ο (auch [lt. ΛΚΝ: προφ.]: καμπόσος, -η, -ο) 1. Definition:...
- ΚΑΜΩΜΑΤΑ, τα...καμώματα, τα • [...], και τα νεύρα της Φεβρωνίας έσπαζαν μέρα με την ημέρα, δεν άντεχε καμώματα ούτε από μικρούς ούτε από μεγάλους. ° […],...
Nachher:
- ΚΑΝΑ...κάνα 1) = κανένα 2) κανα-δυό [bzw.] κάνα δυο [etc.]: s. eigenes Stichwort ...
- ΚΑΝΑ-ΔΥΟ [bzw.] ΚΑΝΑ ΔΥΟ [bzw.] ΚΑΝΑΔΥΟ...κανα-δυό (auch: κάνα-δυό / κάνα-δυο) [bzw.] κάνα δυο [bzw.] καναδυό Übersicht: 1) ein paar / einige [etc.] 2) ein bis zwei [etc....
- ΚΑΝΕΙΣ...κανείς 1. Grundbedeutungen: a) man: • Έχει κανείς την εντύπωση πως [...] ° Man hat den Eindruck, dass [...] b)* jemand: • Γνωρίζει κανείς [...]; ° Weiß jemand [....
- ΚΑΝΕΝΑΣ (ΚΑΝΕΙΣ) / ΚΑΜΙΑ / ΚΑΝΕΝΑ...κανένας (κανείς) / καμία (καμιά) / κανένα Gesamtübersicht: 1. Bedeutung in Sätzen mit einer Verneinung 2. Übersetzungen in Sätzen ohne Verneinung 3.1....
- ΚΑΝΟΝΙΖΩ...κανονίζω 1) regeln, einrichten, arrangieren [etc.]: • Δεν κανονίζεις τη βάρδια σου για τη Δευτέρα, να πάμε την Κυριακή για ψάρεμα; – [Antwort:] Δε γίνεται. Όχι,...
- ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...κανονικός, -ή, -ό 1) regulär / "normal" / [Adverb:] normalerweise:...
- ΚΑΝΩ...κάνω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. [in Verbindung mit Zeitspannen] 3. [nach einem Satz in direkter Rede] 4. κάνω πως (ότι) 5.1. κάνω να ... (Ι) 5.2....
- ΚΑΠΗΛΕΙΟ, το...καπηλειό, το = die Kneipe * // die Taverne ** // die Schenke *** [bzw.] τα καπηλειά = die Kaschemmen ** *[GF+DF aus: Α. Εφταλιώτης:...
- ΚΑΠΙΤΟΝΕ...καπιτονέ • η καπιτονέ ρόμπα ° der gesteppte Schlafrock [DF+GF aus: Menasse: Vienna] ...