Καλαμών (η)
• [aus einem Artikel auf agronews.gr vom Jänner 2013 mit der Überschrift:
"Σώζει την παρτίδα η Καλαμών, 'βυθίζονται' πράσινη και κονσερβολιά"]:
Δύο όψεις παρουσιάζει η εγχώρια αγορά της επιτραπέζιας ελιάς τη φετινή σεζόν, με τις τιμές της πράσινης και της κονσερβολιάς να βρίσκονται σε επίπεδα που δεν καλύπτουν ούτε το κόστος παραγωγής, τη στιγμή που η ζήτηση στην Καλαμών παραμένει αυξημένη και οι τιμές της είναι σημαντικά υψηλότερες. Η διαφοροποίηση αυτή αποδίδεται στο γεγονός πως η διεθνής αγορά είναι ελλειμματική στη συγκεκριμένη ποικιλία, [...]. Αυτή τη στιγμή οι παραγωγοί έχουν ολοκληρώσει τη συγκομιδή της ελιάς Καλαμών σε όλη τη χώρα και σταδιακά θα αρχίσουν να διοχετεύουν το προϊόν τους στην αγορά, [...]. [...] Όσον αφορά τις ελιές Καλαμών που προέρχονται από άλλες περιοχές, [...] |
• Η ζήτηση για την Καλαμών από τη διεθνή αγορά παραμένει σε υψηλά επίπεδα [,] γεγονός που προμηνύει ικανοποιητικές τιμές. [aus obigem Artikel auf agronews.gr]
• Φανταστείτε τον εαυτό σας που πριν από μερικά χρόνια αγόραζε από τον μπακάλη της γειτονιάς [πάντα] τα ίδια μακαρόνια, το ίδιο γάλα Nestle, τις ίδιες ελιές «Καλαμών».
Weitere Wörter:
- ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...
- ΚΑΙΑΔΑΣ, ο...Καιάδας, ο s. zB. Νατσ., σ. 238 // Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 145 ...
- ΚΑΙΓΩ...καίγω vgl. καίω ...
- ΚΑΙΡΟΣ, ο...καιρός, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο καιρό 3. από καιρό 4. μετά από καιρό 5. από καιρό σε καιρό 6. κατά καιρούς 7. πάει καιρός που ... 8....
- ΚΑΙΩ...καίω [Anm.: statt καίω auch (wohl nur selten): καίγω (verzeichnet zB. bei ΛΜΠ und ΛΚΝ, nicht aber bei Ιορδανίδου und neurolingo.gr)] Übersicht: 1....
- ΚΑΚΗΝ...κακήν κακήν κακώς: s. unter κακός, -ή, -ό (Z 3) ...
- ΚΑΚΟ, το...κακό, το 1. Grundbedeutungen: das Übel, das Böse, das Schlechte, das Unheil 2. το έχω σε κακό να ... [bzw....
- ΚΑΚΟΣ, -ή, -ό...κακός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlecht 2. έχω τις κακές μου: • Στο τέλος του ’82 η Ανθώ έγινε σαράντα χρονών κι είχε τις κακές της....
- ΚΑΛΑ...καλά Übersicht: 1. ας είσαι καλά / ας είναι καλά 2. να ’σαι καλά / να είσαι καλά 3. για τα καλά [bzw.] για καλά 4. καλά-καλά [bzw....
- ΚΑΛΑΜΑΣ, ο...Καλαμάς, ο ο μεγαλύτερος (σε μήκος) ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας [Quelle: griechische Wikipedia] π.χ.:...
- ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ...καλησπέρα Zur Verwendungszeit: - λέγεται μετά τις 3 – 4 το απόγευμα (αλλά και "καλημέρα" αυτή την ώρα δεν είναι λάθος) [Ελένη] - s....
- ΚΑΛΟ, το...καλό, το Übersicht: 1.1. με το καλό [= με ήπιο τρόπο κ.λπ.] 1.2. με το καλό [Wunsch bzw. Ausdruck der Hoffnung/Erwartung] 2.1....
- ΚΑΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...καλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Κατά το Δεκαπενταύγουστο – δεν καλοθυμάμαι αν ήτανε ανήμερα της Παναγιάς ή την παραμονή – [...] Um den 15....
- ΚΑΛΟΚΑΙΡΑΚΙ, το...καλοκαιράκι, το • Ήταν οι μέρες του Αγίου Δημητρίου με το μικρό καλοκαιράκι τους ... ° Es waren die Tage um das Fest des heiligen Dhimítrios, im Oktober,...
- ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...καλοκαιρινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: sommerlich, Sommer- 2. κάνω (κάτι) καλοκαιρινό:...
- ΚΑΛΟΜΕΛΕΤΩ...καλομελετώ (-άς) καλομελέτα κι έρχεται: να σκέφτεσαι αισιόδοξα και γρήγορα θα πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες σου [ΛΜΠ] // όταν αντιμετωπίζει κάποιος κτ....
- ΚΑΛΟΣ, -ή, -ό...καλός, -ή, -ό [Anm.: als eigene Stichwörter s. καλά, καλώς sowie το καλό] Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. καλέ! 3. καλέ (-ή, -ό) μου ... [als Anrede] 4....
- ΚΑΛΟΣΥΝΗ, η...καλοσύνη, η (zuweilen auch: καλωσύνη, η) 1. Bedeutung: die Güte 2. καλοσύνη – καλωσύνη: Zutreffender (und gebräuchlicher) ist lt. Καρζής, S 94,...
- ΚΑΛΟΥΠΙ, το...καλούπι, το • [...] και του ’ρθε καλούπι. ° [...], und es [= er] passte zu ihm wie angegossen [sc. der Phantasiename, den wir Soldaten dem General gaben]....