καίω

[Anm.: statt καίω auch (wohl nur selten): καίγω (verzeichnet zB. bei ΛΜΠ und ΛΚΝ, nicht aber bei Ιορδανίδου und neurolingo.gr)]


Übersicht:

1. Grundbedeutungen

2. καίω (κάποιον) [metaphorisch]

3. (κάτι) καίει [bzw.] (κάτι) με καίει [metaphorisch]

4. καίγομαι (για) να ...

5. το ’καψαν

Anhang: Konjugation


1. Grundbedeutungen:

transitiv

(= καίω κάποιον / κάτι)

[jemanden / etwas] ver­bren­nen [etc.] 1)

intransitiv

a) brennen [in Flammen ste­hen; (Licht, Heizung etc.) aufge­dreht sein] 2)

b) glühen, brennen [iS von: glühen] 3)

passiv (= καίγομαι)

a) verbrennen [intransitiv]; abbrennen [intransitiv] 4)

b) sich verbrennen [sc. durch Kontakt mit einer Flamme, einer heißen Flüssig­keit usw. einen entsprechenden Schmerz (bzw. eine Verletzung) erleiden] 5)

1) z.B.:

• έκαψε όλες τις παλιές φωτογραφίες  °  er hat alle alten Fotografien verbrannt

• Περπατάω, ο ήλιος καίει την πλάτη μου.  °  Ich gehe weiter [durch die Wüste], die Sonne versengt meinen Rücken.   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

2) z.B.:

• Το φως στην κρεβατοκάμαρα έκαιγε ακόμα.  °  Das Licht im Schlafzimmer brannte noch immer.

3) z.B.:

• Άπλωσε δίπλα το χέρι της κι άνοιξε λίγο το παράθυρο. Δροσερή η νύχτα μεσούντος Ιουλίου, αυτή όμως έκαιγε, ήθελε λίγον αέρα.

Sie [die Frau] streckte die Hand aus und öffnete ein wenig das Fenster. Kühl war die Nacht, obschon es Mitte Juli war, sie aber glühte, sie brauchte etwas Luft.      

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• τα μάγουλά της, που μόλις σκοτείνιαζε ζεσταίνονταν και σε λίγο άρχιζαν να κοκκι­νίζουν και να καίνε

ihre Wangen [sc. die des an Fieber lei­den­den Mädchens], die, sobald es dunkelte, heiß wurden, um sich dann rot zu färben, ja zu glühen   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• ο ήλιος έκαιγε

die Sonne brannte [vom Himmel]

4) z.B.:

• δώδεκα άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί όταν ξέσπασε πυρκαγιά σε ξενοδοχείο  °  zwölf Menschen verbrannten bei lebendigem Leib, als in einem Hotel ein Feuer aus­brach

• Ο πύργος κάηκε κάποτε.  °  Der Turm [der an dieser Stelle der Stadt gestanden war] ist irgendwann abgebrannt.

5) z.B.:

• Θα καείς!  °  Du wirst dich verbrennen! [wenn du den Kopf so nahe an die Kerzen­flam­me hältst]


2. καίω (κάποιον) [metaphorisch]: τον φέρνω σε δύσκολη, σε πολύ δυσάρεστη θέση / του προξενώ μεγάλες ζημιές / τον εξοντώνω, τον καταστρέφω  [ΛΔΗ] 

π.χ.:

• Μ’ έκαψες, μ’ αυτό που έκανες.  [ΛΔΗ]

• Ο νόμος αυτός βοηθάει τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά τις μικρές τις καίει.  [ΛΔΗ]

• μ’ έκαψες  °  du hast mich ruiniert   [Eideneier, Bd. 3, S. 94]


3. (κάτι) καίει [bzw.] (κάτι) με καίει [metaphorisch]:

• αυτό είναι θέμα που καίει  (= που έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον)   [Εμμ. (incl. der Erläuterung in Klammer)] 

[bzw.]

• με καίει αυτό το θέμα (= με απασχολεί έντονα)   [Εμμ. (incl. der Erläuterung in Klammer)]

[wohl auch in diesem Sinne]:

• "[...]" της είπε μ’ ένα πρόσωπο γεμάτο απληστία, σαν να κατεχόταν από άλλα πράγματα, εντελώς διάφορα απ’ αυτά που τους απασχολούσαν τώρα και τους 

έκαιγαν.  °  "[...]" sagte er [zu seiner Frau], den Blick, das Gesicht voller Gier, als wäre er von etwas besessen, das nichts mit all dem zu tun hatte, was sie jetzt beide beschäftigte und ihnen den Atem nahm.   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


4. καίγομαι (για) να ... :

• Καίγεται, για να μάθει λεπτομέρειες. (= δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον ή περιέργεια)  [Εμμ. (incl. der Erläuterung in Klammer)]

• Καιγόταν να τον ρωτήσει!  °  Sie brannte darauf, ihn [danach] zu fragen!   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


5. το ’καψαν:

• Text einer Zeitungsmeldung mit der Überschrift: "Το ’καψαν στη Ρώμη":

Οπαδοί της Ρόμα "γιόρτασαν" το βράδυ της Τετάρτης, στους δρόμους της Ρώμης, την ήττα της Γιουβέντους, στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, από το Αμβόυργο. Αμέσως μετά την λήξη του τελικού, οι "τιφόζι" της πρωταθλήτριας Ρόμα, βγήκαν στους δρόμους με τ' αυτοκίνητά τους και "κορνάριζαν" δυνατά κι έβριζαν χυδαία την Γιουβέντους.

• θα το κάψουμε  °  ausgelassen feiern werden   [AK, S. 52]


Anhang:

a) Konjugation des Aktivs:

Präsens

καίω

καις

καίει

καίμε

καίτε

καίνε 

(+ καιν)

Stamm 2*

κάψω

κάψεις

κάψει

κάψουμε

κάψετε

κάψουν(ε) 

Aorist

έκαψα

έκαψες

έκαψε

κάψαμε

κάψατε

έκαψαν

(+ κάψαν{ε})

Paratatikos

έκαιγα

έκαιγες

έκαιγε

καίγαμε

καίγατε

έκαιγαν

(+ καίγαν{ε})

Imp. I **

---

καίγε

---

---

καίτε

---

Imp. II **

---

κάψε

---

---

κάψτε

---

Παρακείμ.

έχω κάψει / έχεις κάψει [usw.]

      *) sc. Formen mit Stamm 2 (Aoriststamm) (mit vorangehendem θα, να, όταν, …)

      **) Imperativ mit Stamm 1 (Präsensstamm) bzw. Stamm 2


b) Konjugation des Passivs:

Präsens

καίγομαι

καίγεσαι

καίγεται

καιγόμαστε

καίγεστε

καίγονται

Stamm 2*

καώ

καείς

καεί

καούμε

καείτε

καούν(ε) 

Aorist

κάηκα

κάηκες

κάηκε

καήκαμε

καήκατε

κάηκαν

(+ καήκαν{ε})

Paratatikos

καιγόμουν

καιγόσουν

καιγόταν

καιγόμασταν

(-μαστε)

καιγόσασταν

(-σαστε)

καίγονταν

Imp. I **

---

---

---

---

καίγεστε

---

Imp. II **

---

κάψου

---

---

καείτε

---

Παρακείμ.

έχω καεί / έχεις καεί [usw.]

      *) sc. Formen mit Stamm 2 (Aoriststamm) (mit vorangehendem θα, να, όταν, …)

      **) Imperativ mit Stamm 1 (Präsensstamm) bzw. Stamm 2



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...καθολικός, -ή, -ό 1) katholisch 2) allgemein / umfassend: • [...] και παρακίνησαν τον άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την ελευθερία του ° [......
  • ΚΑΘΟΛΟΥ...καθόλου [επίρρημα / Adverb] 1) [gegebenenfalls mit Verneinung]: überhaupt nicht / ganz und gar nicht / nicht im Mindes­ten / wirklich nicht [etc.] zB.:...
  • ΚΑΘΟΜΑΙ...κάθομαι Übersicht: 1. zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc. 4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά 5.1....
  • ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ, η...καθομιλουμένη, η = die Umgangssprache [Pons online; Langenscheidt online] ...
  • ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [je­man­den] aufhalten ...
  • ΚΑΘΩΣ...καθώς Bedeutungsübersicht:...
  • ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...
  • ΚΑΙΑΔΑΣ, ο...Καιάδας, ο s. zB. Νατσ., σ. 238 // Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 145 ...
  • ΚΑΙΓΩ...καίγω vgl. καίω ...
  • ΚΑΙΡΟΣ, ο...καιρός, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο καιρό 3. από καιρό 4. μετά από καιρό 5. από καιρό σε καιρό 6. κατά καιρούς 7. πάει καιρός που ... 8....
Nachher:
  • ΚΑΚΗΝ...κακήν κακήν κακώς: s. unter κακός, -ή, -ό (Z 3) ...
  • ΚΑΚΟ, το...κακό, το 1. Grundbedeutungen: das Übel, das Böse, das Schlechte, das Unheil 2. το έχω σε κακό να ... [bzw....
  • ΚΑΚΟΣ, -ή, -ό...κακός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: schlecht 2. έχω τις κακές μου: • Στο τέλος του ’82 η Ανθώ έγινε σαράντα χρονών κι είχε τις κακές της....
  • ΚΑΛΑ...καλά Übersicht: 1. ας είσαι καλά / ας είναι καλά 2. να ’σαι καλά / να είσαι καλά 3. για τα καλά [bzw.] για καλά 4. καλά-καλά [bzw....
  • ΚΑΛΑΜΑΣ, ο...Καλαμάς, ο ο μεγαλύτερος (σε μήκος) ποταμός της Ηπείρου και ο έβδομος μεγαλύτερος της Ελλάδας [Quelle: griechische Wikipedia] π.χ.:...
  • ΚΑΛΑΜΩΝ (η)...Καλαμών (η) • [aus einem Artikel auf agronews.gr vom Jänner 2013 mit der Überschrift: "Σώζει την παρτίδα η Καλαμών, 'βυθίζονται' πράσινη και κονσερβολιά"]:...
  • ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ...καλησπέρα Zur Verwendungszeit: - λέγεται μετά τις 3 – 4 το απόγευμα (αλλά και "καλημέρα" αυτή την ώρα δεν είναι λάθος) [Ελένη] - s....
  • ΚΑΛΟ, το...καλό, το Übersicht: 1.1. με το καλό [= με ήπιο τρόπο κ.λπ.] 1.2. με το καλό [Wunsch bzw. Ausdruck der Hoffnung/Erwartung] 2.1....
  • ΚΑΛΟ+ [als Vorsilbe eines Verbs]...καλο+ [als Vorsilbe eines Verbs] • Κατά το Δεκαπενταύγουστο – δεν καλοθυμάμαι αν ήτανε ανήμερα της Παναγιάς ή την παραμονή – [...] Um den 15....