κάθομαι
Übersicht: 1. zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc. 4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά 5.1. κάθομαι και ... 5.2. vergleichbare Beispiele mit κάθομαι να ... 6. όχι, θα κάτσω να σκάσω! : s. unter όχι (Z 9) Anhang: Konjugation |
1. zur Grammatik:
- Stamm II: να καθίσω ([bzw.] να καθήσω) [und] να κάτσω
- Aorist: κάθισα ([bzw.] κάθησα) [und] έκατσα
[s. ausführlich die Konjugation im Anhang ]
2. Grundbedeutungen:
a) sitzen
b) sich (nieder)setzen
3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc.:
3.1. = παραμένω / μένω / κατοικώ / στέκομαι / είμαι [ΛΔΗ]
π.χ.:
• Πόσο θα κάτσεις (= παραμείνεις) στην Αθήνα; [ΛΔΗ]
• Κάτσε (= μείνε) να φάμε. [ΛΔΗ]
• Κάτσε ήσυχα. [ΛΔΗ]
• κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά [s. unten als eigenen Punkt]
weitere BSe:
• Κάτσε, πού πας; |
Warte, wo willst du hin? [Zuruf an den Freund, der plötzlich ohne Ankündigung das Lokal verlässt, in dem man sich gemeinsam aufhält] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Δεν είναι τίποτα σοβαρό. Είστε όμως πολύ κρυωμένος. Καθήστε [= Καθίστε] στο κρεβάτι σήμερα. |
Es ist nichts Ernstes. Sie [männl.] sind aber sehr erkältet. Bleiben Sie heute im Bett. [Information und Ratschlag des Arztes nach der Untersuchung des Kranken] [GF aus: Moser, S 164/165 (mit der Erläuterung: καθήστε στο κρεβάτι = bleiben Sie im Bett) / DF: Eigenübersetzung] |
• [...] γιατί κάθονται ουρά |
[…] warum sie Schlange standen [= stehen] [sc. die Menschen am Fahrkartenschalter der U-Bahn-Station] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• Δεν μπορώ να κάτσω εδώ όλη νύχτα. |
Ich kann nicht die ganze Nacht hier [auf der Straße im Regen] herumstehen. [da ich morgen ausgeruht sein muss] [Wir müssen also mangels Taxis zu Fuß zum Hotel gehen.] |
• Μην κάθεσαι έτσι. Βοήθησέ τον να βγει. |
Well, don't just stand there. Help him out. [bzw.] Dann steh nicht nur rum [und lach schadenfroh]. Hilf ihm raus. [sc. dem Dinosaurier, der sich abmüht, um mit einem großen Knochen durch die Tür hinaus in den Garten zu kommen] |
• Επιτέλους, [...], τώρα μπορώ να κάθομαι όλη μέρα. |
Endlich [habe ich die Schule absolviert], […], jetzt kann ich den ganzen Tag lang zu Hause bleiben. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• [...], αν και τα λεφτά [...] ίσως να αρκούσαν για να κάθεται χωρίς να κάνει τίποτα. |
[…], selbst wenn [= obwohl] das Geld […] [auf seinem Bankkonto] möglicherweise dafür gereicht hätte, ohne Arbeit einfach vor sich hin zu leben. [so wollte er dennoch einen Job annehmen] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Τι κάθεσαι; |
Worauf wartest du noch? [Handle endlich] [GF+DF aus: Βαμμ.] |
[bzw.]
3.2. κάτσε (ή: κάθησε) [συνήθως με το μόριο "για"] ° [u.a.:] περίμενε / στάσου / συγκρατήσου / αναλογίσου / μην είσαι ανυπόμονος / μην είσαι βιαστικός / ηρέμησε / σταμάτησε να μιλάς [ΛΔΗ]
π.χ. :
• Κάτσε, Μαρία! Σιγά-σιγά. Δεν νομίζω ότι έχεις δίκιο. [ΛΔΗ]
• Για κάτσε, Γιώργο. Μην τα θέλεις όλα δικά σου. [ΛΔΗ]
• Κάτσε να σου μιλήσω. [ΛΔΗ]
• Ε! Μαίρη! Κάτσε να μιλήσει και κανένας άλλος. [ΛΔΗ]
• κάτσε φρόνιμα [bzw.] κάτσε καλά [s. unten im Rahmen des eigenen Punkts κάθομαι φρόνιμα bzw. κάθομαι καλά]
4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά:
• κάθομαι φρόνιμα |
Ruhe geben [iS von: nicht lästig, unruhig etc. sein (zB. ein kleines Kind)] |
• Κάτσε φρόνιμα. |
Nimm doch Vernunft an! [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Ζορμπάς] |
• Στην συνέχεια η Λιλή κάθησε φρόνιμα. |
Von da an war Lilí ganz brav. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• με την προϋπόθεση βέβαια να κάτσω φρόνιμα και να δείξω καλή θέληση |
wenn ich [= seine Ehefrau] brav bin und guten Willens |
• Κάτσε φρόνιμα γιατί [...] |
Sei brav, sonst […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Κάτσε καλά, Μπέλα, αλλιώς δρόμο για το σπίτι! |
Bela, benimm dich, oder wir fahren sofort nach Hause! [Ermahnung eines Vaters gegenüber dem Sohn, der im Eissalon kreischend die Schuhe einer Frau am Nachbartisch als hässlich kritisiert] [DF+GF aus: Bachmann: Malina] |
[in ähnlichem Sinne]:
• Κάτσε ήσυχα κι άκου τη μουσική. ° Calm down and listen to the music. [bzw.] Beruhige dich [iS von: rede nicht so viel] und hör die die Musik an [die hier in dem Lokal gerade (live) gespielt wird]. [GF, EF + DF aus: Hornby: High Fidelity]
5.1. κάθομαι και ... : Εισάγει δηλώσεις σημαντικών πράξεων· τονίζει την ενέργεια του ρήματος που ακολουθεί [ΛΔΗ]
π.χ.:
• Το ποδήλατο δεν φτιάχνεται. Είναι παλιό και πολύ χαλασμένο. Μην κάθεσαι και κουράζεσαι άδικα. [ΛΔΗ]
• Όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα, έφυγε γρήγορα απ’ το σπίτι και πήγε σε φίλους του. Την άλλη μέρα όμως κάθησε και σκέφτηκε τι θα έκανε. [ΛΔΗ]
• Κάθησε και του είπε όλη την αλήθεια. [ΛΔΗ]
• Κάθομαι τότε κι εγώ και του γράφω ένα γράμμα. [ΛΔΗ]
weitere BSe:
• μην κάθεσαι και το πολυσκέφτεσαι |
denk nicht so lange darüber nach [Pons online] |
• Στην αρχή, έτσι λέει η ιστορία, κάθονταν και παρακολουθούσαν το παιχνίδι. Μετά, δανείστηκαν ρακέτες, "έμπαιναν μέσα" [...] και απλώς το δοκίμασαν. |
Zuerst, so geht die Mär, sahen sie [= die Männer, die Tennis spielen lernen wollten] eine Weile [dem Tennisspiel im Club] zu. Dann borgten sie sich Schläger aus, "liefen ein" [= betraten den Tennisplatz des Clubs] […] und probierten es einfach. [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
• Κάθισε κι αράδιασε ένα σωρό θεωρίες για τη βαθμιαία μετάβαση στο σοσιαλισμό. |
Er brachte [auf dem politischen Kongress] die ganze Zeit eine Menge Theorien über den allmählichen Übergang zum Sozialismus vor. [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• ο Βάγκαλης κάθισε για ώρες και παρατηρούσε το αερόστατο να πλέει στον συννεφιασμένο ουρανό |
Vágalis konnte stundenlang zusehen, wie die Fesselballons am bewölkten Himmel dahinzogen [GF wörtl.: wie der Fesselballon … dahinzog] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γραμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. |
Als Rentner machte er sich geduldig daran, mit seinen einfachen Worten aufzuschreiben, was seine Augen in mehr als sechzig Jahren gesehen hatten. [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] |
• Είναι κάπως ανατριχιαστικό άμα καθίσεις και το σκεφτείς. |
Es ist irgendwie schauderhaft, wenn man ~so darüber nachdenkt. [Eigenübersetzung] |
• Τούτη τη στιγμή που κάθουμαι [= κάθομαι] κι ανιστορώ αυτά τα λυπητερά περιστατικά, [...] |
Jetzt, da ich hier diese [traurigen] Ereignisse erzähle [sc. niederschreibe], […] * [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Ώρες-ώρες κάθουμαι [= κάθομαι] και αναρωτιέμαι: [...] |
Manchmal frage ich mich: […] * [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Χτες καθόμουν και την κοίταζα χωρίς να το φαντάζεται. |
Gestern habe ich sie [sc. die Frau] beobachtet, ohne dass sie es ahnte. * [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• Όταν η νυχτοπορεία γίνεται με αστροφεγγιά, ο ουρανός κάθεται και μας κοιτάζει σοβαρά και στοχαστικά με τα μιλιούνια μάτια του, [...] |
Wenn der Nachtmarsch [von uns Soldaten] bei Sternenschein stattfindet, schaut [uns] der Himmel aus seinen Millionen Augen ernst und nachdenklich zu, […] * [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
*["κάθομαι" (etc.) bleibt hier also unübersetzt] |
[bzw.]
5.2. vergleichbare Beispiele mit κάθομαι να ... :
• Πρέπει να ξέρετε ότι μία γυναίκα ποτέ δεν μπορεί να πιστέψει ότι ένας άνδρας θα κάτσει να μαγειρέψει για το χατίρι της. Αν λοιπόν το κάνετε, […] |
Sie müssen wissen, dass eine Frau niemals glauben kann, dass ein Mann sich ihr zuliebe ~hinstellen und kochen wird. Wenn Sie es also tun, […] [Eigenübersetzung] |
• Πας καλά; Ήταν ανάγκη να καθίσεις να πεις όλη την ιστορία ειδικά σ’ αυτήν; [Anm.: vgl. die zweite griechische Übersetzung derselben deutschen Sätze: |
Bist du noch ganz dicht? Ausgerechnet der [= ihr (sc. Kathrin)] musst [= musstest] du die Geschichte auf die Nase binden [= erzählen]? |
• Δεν είναι δυνατόν να κάθεσαι και να βλέπεις. |
Da kann man doch nicht einfach zuschauen. [sondern man muss etwas gegen diesen Völkermord unternehmen] [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys] |
• Οι άνθρωποι δεν έκατσαν να εξετάσουν τις ιδεολογικές αντιθέσεις· [...]. |
Niemand [unter den Chinesen] machte sich die Mühe, den ideologischen Widerspruch darin [sc. in der von der politischen Führung Chinas ausgegebenen Parole] zu untersuchen, […]. [DF+GF aus: W. Greider: Endstation Globalisierung] |
• Γιατί ποτέ δεν είχα κάτσει να το σκεφτώ σοβαρά. Για ποιο λόγο να κάτσει κανείς να σκεφτεί για πράγματα, που έτσι κι αλλιώς λειτουργούν; |
Weil ich mir darüber noch nie richtig Gedanken gemacht habe. Wozu soll man auch über Dinge nachdenken, die sowieso funktionieren. [Anm. zum zweiten Satz: am Satzende kein Fragezeichen] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …] |
Anhang:
Konjugation:
καθίσω 1) / |
καθίσεις 1) / |
καθίσει 1) / |
καθίσουμε 1) / |
καθίσετε 1) / |
καθίσουν 1) / |
1) [Die Schreibweise "καθίσω" ("καθίσεις", ...) verzeichnen Ιορδανίδου (S 272), Σακελλαρίου (S 1010) und neurolingo.gr; in diesem Sinne auch Μπαμπινιώτης (S 808), Langenscheidt und Pons. Anzutreffen ist auch die (veraltete?) Schreibweise "καθήσω" ("καθήσεις", ...), etwa im Lehrbuch von Moser-Philtsou; im Sinne dieser Schreibweise auch Καρζής, Τα σωστά ελληνικά, S 156.] |
|||||
κάθισα 2) / |
|||||
2) [bzw. Schreibweise κάθησα (κάθησες, ...) – s. Fußnote 1] |
|||||
κάθισε 3) / |
καθίστε 3) / |
||||
3) [bzw. Schreibweise κάθησε // καθήστε – s. Fußnote 1] |
|||||
- παρακείμενος: έχω (έχεις, ...) καθίσει 4) / έχω (έχεις, ...) κάτσει 4) [bzw. Schreibweise καθήσει – s. Fußnote 1] - μετοχή (Partizip) ενεστώτα: --- - μετοχή (Partizip) παρακειμένου: καθισμένος (-η, -ο) 5) 5) [bzw. Schreibweise καθησμένος – s. Fußnote 1] |
**) Imperativ mit Stamm 1 (Präsensstamm) bzw. Stamm 2
Weitere Wörter:
- ΚΑΘΕΤΙ...καθετί [αντωνυμία (Pronomen)] = κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΜΠ (BSe s. unten)] [bzw. differenziert ΛΚΝ]: a) χωρίς άρθρο: κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΚΝ] π.χ.:...
- ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθηλωμένος, -η, -ο • όταν έμεινε ακίνητη, καθηλωμένη απ’ τον τρόμο ° wenn sie [= die Frau] reglos, starr vor Angst dasteht [wörtl.:...
- ΚΑΘΗΛΩΝΩ...καθηλώνω • Γύρισε κι είδε μια γυναίκα στα μαύρα, τίποτα πιο κοινό εκ πρώτης όψεως, κι όμως τον καθήλωσε. Er drehte sich um und sah eine Frau in Schwarz,...
- ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθιερωμένος, -η ,-ο 1) üblich [etc.]:...
- ΚΑΘΙΕΡΩΝΩ...καθιερώνω • καθιερωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
- ΚΑΘΙΖΩ...καθίζω Bedeutung: a) Regelfall: [transitiv]: [jemanden (also einen Dritten!)] setzen (vgl. etwa die Grunddefinition bei ΛΚΝ:...
- ΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...καθίσταμαι Passivform von καθιστώ ...
- ΚΑΘΙΣΤΩ...καθιστώ (-άς) 1) [Aktiv:] machen: • η στάση του τον καθιστά ύποπτο ° seine Einstellung macht ihn verdächtig • Είναι τελείως λάθος,...
- ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...καθολικός, -ή, -ό 1) katholisch 2) allgemein / umfassend: • [...] και παρακίνησαν τον άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την ελευθερία του ° [......
- ΚΑΘΟΛΟΥ...καθόλου [επίρρημα / Adverb] 1) [gegebenenfalls mit Verneinung]: überhaupt nicht / ganz und gar nicht / nicht im Mindesten / wirklich nicht [etc.] zB.:...
- ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ, η...καθομιλουμένη, η = die Umgangssprache [Pons online; Langenscheidt online] ...
- ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [jemanden] aufhalten ...
- ΚΑΘΩΣ...καθώς Bedeutungsübersicht:...
- ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...
- ΚΑΙΑΔΑΣ, ο...Καιάδας, ο s. zB. Νατσ., σ. 238 // Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 145 ...
- ΚΑΙΓΩ...καίγω vgl. καίω ...
- ΚΑΙΡΟΣ, ο...καιρός, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο καιρό 3. από καιρό 4. μετά από καιρό 5. από καιρό σε καιρό 6. κατά καιρούς 7. πάει καιρός που ... 8....
- ΚΑΙΩ...καίω [Anm.: statt καίω auch (wohl nur selten): καίγω (verzeichnet zB. bei ΛΜΠ und ΛΚΝ, nicht aber bei Ιορδανίδου und neurolingo.gr)] Übersicht: 1....
- ΚΑΚΗΝ...κακήν κακήν κακώς: s. unter κακός, -ή, -ό (Z 3) ...