καθιστώ (-άς)


1) [Aktiv:] machen:

• η στάση του τον καθιστά ύποπτο  °  seine Einstellung macht ihn verdächtig

• Είναι τελείως λάθος, όταν οι μεταφραστές του Kafka επεμβαίνουν στη στίξη του πρωτοτύπου, προκειμένου να κατα­στήσουν το κείμενο πιο ευανάγνωστο.  °  Es ist völlig falsch, wenn die [griechi­schen] Über­setzer Kafkas in die Inter­punktion des Originals ein­greifen [sc.: diese in der Über­setzung modifizieren], um den Text leichter lesbar zu machen.

• ο Γιάννης κατέστησε σαφές ότι [...]  °  Jannis machte [in seiner Rede] klar (deutlich), dass [...]


2) [Passiv (= καθίσταμαι)]:

a) gemacht werden:

• η αύξηση αυτή, που καθίσταται δυνατή μέσω [...]  °  diese Erhöhung, die durch [...] möglich gemacht (ermöglicht) wird

b) werden:

• καθίσταται εξαρτώμενος από την αγορά των αγαθών  °  sie [sc. die bisher selbst­ver­sorgende Be­völkerung / ο πληθυσμός] wird abhängig vom Kauf der Güter

• το αεροπλάνο έχει καταστεί το ασφαλέστε­ρο συγκοινωνιακό μέσο  °  das Flugzeug ist das sicherste Verkehrs­mittel geworden

• έχει καταστεί σαφές (= έγινε σαφές) ότι [...]  °  es ist klar (deutlich) geworden, dass [...]   [GF (incl. Erläuterung in Klammern) aus ΛΚΝ]


Anhang:

a) Konjugation des Aktivs:

Präsens:

καθιστώ

καθιστάς

καθιστά

καθιστούμε / καθιστάμε

καθιστάτε

καθιστούν

Stamm 2*:

καταστήσω

καταστήσεις

καταστήσει

καταστήσουμε

καταστήσετε

καταστήσουν

Aorist:

κατέστησα

κατέστησες

κατέστησε

καταστήσαμε

καταστήσατε

κατέστησαν / καταστήσαν

Paratatikos:

καθιστούσα

καθιστούσες

καθιστούσε

καθιστούσαμε

καθιστούσατε

καθιστούσαν

Imperativ I **:

---

---

---

---

καθιστάτε

---

Imperativ IΙ **:

---

κατάστησε

---

---

καταστήστε / καταστήσετε

---

Sonstiges:

- παρακείμενος: έχω καταστήσει / έχεις καταστήσει [usw.]

- μετοχή (Partizip) ενεστώτα: καθιστώντας

- μετοχή (Partizip) παρακειμένου: έχοντας καταστήσει


      *) sc. Formen mit Stamm 2 (Aoriststamm) (mit vorangehendem θα, να, όταν, …)

      **) Imperativ mit Stamm 1 (Präsensstamm) bzw. Stamm 2


b) Konjugation des Passivs:

Präsens:

καθίσταμαι

καθίστασαι

καθίσταται

(καθιστάμεθα)

(καθίστασθε)

καθίστανται

Stamm 2*:

καταστώ 1)

καταστείς

καταστεί

καταστούμε

καταστείτε

καταστούν

1) (bei neurolingo.gr alternativ auch: κατασταθώ / κατασταθείς [usw.])

Aorist:

---

---

κατέστη / καταστάθηκε

---

---

κατέστησαν 2) / καταστάθηκαν 3)

2) [so Ιορδανίδου (S 271) und ΛΚΝ]  //  3) [so neurolingo.gr]

Paratatikos:

---

---

καθίστατο

---

---

καθίσταντο

Imperativ I **:

---

---

---

---

(καθίστασθε)

---

Imperativ IΙ **:

---

κατάστησου

---

---

καταστείτε 4)

---

4) (bei neurolingo.gr alternativ auch: κατασταθείτε)

Sonstiges:

- παρακείμενος: έχω καταστεί / έχεις καταστεί [usw.] 5)

   5) (bei neurolingo.gr alternativ auch: έχω κατασταθεί / έχεις κατασταθεί [usw.])

- μετοχή (Partizip) ενεστώτα: καθιστάμενος, -η, -ο

- μετοχή (Partizip) παρακειμένου: κατεστημένος, -η, -ο


      *) sc. Formen mit Stamm 2 (Aoriststamm) (mit vorangehendem θα, να, όταν, …)

      **) Imperativ mit Stamm 1 (Präsensstamm) bzw. Stamm 2


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθεαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕΚΑΣΤΑ, τα...καθέκαστα, τα = die Einzelheiten [Pons online] ...
  • ΚΑΘΕΣΤΩΣ, το...καθεστώς, το (Gen.: του καθεστώτος // Pl.: τα καθεστώτα / Gen.: των καθεστώτων) 1) das Regime 2) [weitere Bedeutungen]: • Σήμερα ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση,...
  • ΚΑΘΕΤΙ...καθετί [αντωνυμία (Pronomen)] = κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΜΠ (BSe s. unten)] [bzw. differenziert ΛΚΝ]: a) χωρίς άρθρο: κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθηλωμένος, -η, -ο • όταν έμεινε ακίνητη, καθηλωμένη απ’ τον τρόμο ° wenn sie [= die Frau] reglos, starr vor Angst dasteht [wörtl.:...
  • ΚΑΘΗΛΩΝΩ...καθηλώνω • Γύρισε κι είδε μια γυναίκα στα μαύρα, τίποτα πιο κοινό εκ πρώτης όψεως, κι όμως τον καθήλωσε. Er drehte sich um und sah eine Frau in Schwarz,...
  • ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθιερωμένος, -η ,-ο 1) üblich [etc.]:...
  • ΚΑΘΙΕΡΩΝΩ...καθιερώνω • καθιερωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
  • ΚΑΘΙΖΩ...καθίζω Bedeutung: a) Regelfall: [transitiv]: [jemanden (also einen Dritten!)] setzen (vgl. etwa die Grunddefinition bei ΛΚΝ:...
  • ΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...καθίσταμαι Passivform von καθιστώ ...
Nachher:
  • ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...καθολικός, -ή, -ό 1) katholisch 2) allgemein / umfassend: • [...] και παρακίνησαν τον άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την ελευθερία του ° [......
  • ΚΑΘΟΛΟΥ...καθόλου [επίρρημα / Adverb] 1) [gegebenenfalls mit Verneinung]: überhaupt nicht / ganz und gar nicht / nicht im Mindes­ten / wirklich nicht [etc.] zB.:...
  • ΚΑΘΟΜΑΙ...κάθομαι Übersicht: 1. zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc. 4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά 5.1....
  • ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ, η...καθομιλουμένη, η = die Umgangssprache [Pons online; Langenscheidt online] ...
  • ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [je­man­den] aufhalten ...
  • ΚΑΘΩΣ...καθώς Bedeutungsübersicht:...
  • ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...
  • ΚΑΙΑΔΑΣ, ο...Καιάδας, ο s. zB. Νατσ., σ. 238 // Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 145 ...
  • ΚΑΙΓΩ...καίγω vgl. καίω ...