καθίζω


Bedeutung:

a) Regelfall:

[transitiv]: [jemanden (also einen Dritten!)] setzen 

(vgl. etwa die Grunddefinition bei ΛΚΝ: βάζω κάποιον ή τον βοηθώ να καθίσει / gleich­artig ΛΜΠ)

[Vgl. in diesem Zusammenhang auch Ιορδανίδου, S 363, zum Verhältnis der Verben καθίζω und κάθομαι:

Άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, {...}. Σήμερα το "καθίζω" περιορίζεται στην έννοια "βάζω κάποιον να καθίσει".]

zB.:

• Εάν έχουμε παιδί και υπάρχει έλλειψη θέσεων, το καθίζουμε στα πόδια μας.

Wenn wir [bei der Fahrt in der U-Bahn, im Bus etc.] ein Kind (dabei)haben und es einen Mangel an [freien] Plätzen gibt, sezen wir es auf unseren Schoß. [Benimm­­regel]


b) Sonderfall:

Volkstümlich wird "καθίζω" auch (weiterhin) in der Bedeutung "sich setzen" / "sich niedersetzen" ("κάθομαι") verwendet. Siehe dazu ΛΚΝ: "καθίζω: [...] 2. (λαϊκότρ.) κάθομαι"

zB.:

• Σαν μπούνε μέσα στο "Αιγαίο", καθίζει [= κάθεται] στη μέση κι όλοι οι άλλοι πια ένα γύρω του.

Wenn sie in das "Ägäis" [= ein Kaffeehaus] kommen [sc. der General und sein Gefol­ge], setzt er sich in die Mitte und die ande­ren in einem Kreis um ihn herum.

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΘΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕ...κάθε 1. Grundbedeutung: jeder, -e, -es 2. κάθε πότε ° πόσο συχνά [ΛΔΗ] // wie oft [Pons] π.χ.: • Κάθε πότε πηγαίνεις στο θέατρο; [ΛΔΗ] 3....
  • ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθεαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕΚΑΣΤΑ, τα...καθέκαστα, τα = die Einzelheiten [Pons online] ...
  • ΚΑΘΕΣΤΩΣ, το...καθεστώς, το (Gen.: του καθεστώτος // Pl.: τα καθεστώτα / Gen.: των καθεστώτων) 1) das Regime 2) [weitere Bedeutungen]: • Σήμερα ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση,...
  • ΚΑΘΕΤΙ...καθετί [αντωνυμία (Pronomen)] = κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΜΠ (BSe s. unten)] [bzw. differenziert ΛΚΝ]: a) χωρίς άρθρο: κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθηλωμένος, -η, -ο • όταν έμεινε ακίνητη, καθηλωμένη απ’ τον τρόμο ° wenn sie [= die Frau] reglos, starr vor Angst dasteht [wörtl.:...
  • ΚΑΘΗΛΩΝΩ...καθηλώνω • Γύρισε κι είδε μια γυναίκα στα μαύρα, τίποτα πιο κοινό εκ πρώτης όψεως, κι όμως τον καθήλωσε. Er drehte sich um und sah eine Frau in Schwarz,...
  • ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθιερωμένος, -η ,-ο 1) üblich [etc.]:...
  • ΚΑΘΙΕΡΩΝΩ...καθιερώνω • καθιερωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
Nachher:
  • ΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...καθίσταμαι Passivform von καθιστώ ...
  • ΚΑΘΙΣΤΩ...καθιστώ (-άς) 1) [Aktiv:] machen: • η στάση του τον καθιστά ύποπτο ° seine Einstellung macht ihn verdächtig • Είναι τελείως λάθος,...
  • ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...καθολικός, -ή, -ό 1) katholisch 2) allgemein / umfassend: • [...] και παρακίνησαν τον άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την ελευθερία του ° [......
  • ΚΑΘΟΛΟΥ...καθόλου [επίρρημα / Adverb] 1) [gegebenenfalls mit Verneinung]: überhaupt nicht / ganz und gar nicht / nicht im Mindes­ten / wirklich nicht [etc.] zB.:...
  • ΚΑΘΟΜΑΙ...κάθομαι Übersicht: 1. zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc. 4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά 5.1....
  • ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ, η...καθομιλουμένη, η = die Umgangssprache [Pons online; Langenscheidt online] ...
  • ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [je­man­den] aufhalten ...
  • ΚΑΘΩΣ...καθώς Bedeutungsübersicht:...
  • ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...