κάθε
1. Grundbedeutung:
jeder, -e, -es
2. κάθε πότε ° πόσο συχνά [ΛΔΗ] // wie oft [Pons]
π.χ.:
• Κάθε πότε πηγαίνεις στο θέατρο; [ΛΔΗ]
3. κάθε τόσο ° επανειλημμένα [ΛΔΗ] // every so often* [Mackridge, S.176] // immer wieder // wiederholt
*[every so often ° sehr oft / unzählige Male / immer wieder – [bzw.:] hin und wieder / regelmäßig]
zB.:
• Στον Λουξ δεν άρεσε καθόλου αυτό. Κάθε τόσο ερχόταν προς το μέρος μου και με σκουντούσε με τη μουσούδα του. |
Luchs [meinem Hund] gefiel das gar nicht [sc.: dass ich so viel schlief]. Immer wieder kam er zu mir und stieß mich mit der Schnauze an. [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] |
• Κι άλλο δεν έκανε παρά να περιφέρεται στις άδειες κάμαρες του σπιτιού, μισόγδυτη, σταματώντας κάθε τόσο μπροστά στον καθρέφτη, [...]. |
Sie tat nichts, wanderte nur durch die leeren Räume des Hauses, halb angekleidet, und blieb immer wieder vor dem Spiegel stehen, […]. [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών] |
• Βλέπεις, συμβαίνει κάθε τόσο. |
Es kommt eben immer wieder. [sc.: die Schmerzen im Nacken] [DF+GF aus: Bachmann: Malina] |
• κάθε τόσο σηκωνόταν κι έκανε μερικά βήματα για να ξεμουδιάσει |
er stand […] immer wieder [von seinem Platz im Warteraum des Spitals] auf, um sich die Füße zu vertreten [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Στις δημοκρατίες, όπου η κυβέρνηση πρέπει κάθε τόσο να επιβεβαιώνεται εκλογικά, [...] |
In einer Demokratie [GF wörtl.: In den Demokratien], in der die Regierung sich immer wieder zur Wahl stellen muss [sc. durch Wahlen bestätigt werden muss], […] [DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung] |
• έτσι έπρεπε να κάνει κάθε τόσο |
er musste das immer wieder machen [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• [...], γιατί κάθε τόσο έκανε μια προσπάθεια να [...] |
[…], denn er unternahm wiederholt den Versuch, […] zu […] [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
4. κάθε άλλο ° (ganz) im Gegenteil // keineswegs [etc.]
zB.:
• [...], ο θείος μου απέφυγε να φέρει τα ξαδέλφια μου προ τετελεσμένου. Κάθε άλλο, [...], τους ζήτησε την άδειά τους. |
[...], hatte es mein Onkel vermieden, seine Söhne [= meine Cousins] vor vollendete Tatsachen zu stellen. Im Gegenteil, […], fragte er sie um Erlaubnis [für sein Vorhaben]. [DF+GF aus: Menasse: Vienna] |
• "Και ο γιος σας;" ρώτησε ο επιθεωρητής, "μήπως αυτός έχει κάτι εναντίον της πελατείας σας;" – "Κάθε άλλο", αναστέναξε ο πατέρας μου κοκκινίζοντας, "είναι συμπαθούντας ... ξέρετε". |
"Und Ihr Sohn", fragte der [Kriminal-]Kommissar, "hat der vielleicht etwas gegen Ihre Kundschaft [sc. kommunistische Sportler aus Osteuropa]?" – "Ganz im Gegenteil", seufzte mein Vater errötend, "er hat Sympathien [für den Kommunismus], Sie wissen schon." |
• κι αφού [...] η μικρή Ιουλία δεν έδειχνε ν’ απογοητεύεται ή να πανικοβάλλεται από τούτη την διαφορά (κάθε άλλο: [...]) |
und weil […] die kleine Ioulía von diesem Unterschied weder enttäuscht noch von Panik ergriffen zu sein schien (ganz im Gegenteil, […]) |
• Αυτό δεν σήμαινε ασφαλώς πως [...] – κάθε άλλο. |
Das heißt [= Das bedeutete] sicherlich nicht, dass […] – keineswegs. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Αν κατάλαβα καλά, με κατηγορείτε ως αντιγραφέα; – Κάθε άλλο, κυρία Σάμσα, με παρεξηγήσατε. |
Wenn ich es recht verstehe, bezichtigen Sie mich des Plagiats? – [Antwort:] Aber nicht im mindesten, Frau Samsa, Sie haben mich missverstanden. [GF+DF aus: Όσες φορές] |
5. με κάθε ... :
• Το περιέγραψε με κάθε ειλικρίνεια και χωρίς πολλές υπερβολές. ° Sie beschrieb es [sc. das Gespenst (° το φάντασμα), das sie gesehen zu haben meinte] ganz ehrlich und gar nicht so übertrieben. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
6. κάθε λίγο // κάθε λίγο και λιγάκι: s. unter λίγο (Z 3)
Weitere Wörter:
- ΙΣΑΜΕ...ίσαμε [lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ: alltagssprachliche Präposition] 1) έως, μέχρι [ΛΜΠ / ΛΚΝ (dort auch: ως)] // bis [Pons online]:...
- ΚΑΒΟΥΡΑΣ, ο...κάβουρας, ο 1. Grundbedeutung: der Krebs [Tierart] 2. σαν τον κάβουρα: • Σαν τον κάβουρα προχωρεί; ° Im [sc. Bloß im] Schneckentempo [geht er weiter]?...
- ΚΑΔΕΝΑ, η...καδένα, η = a) αλυσίδα που χρησιμοποιείται ως κόσμημα στο λαιμό ή στο χέρι * // b) η αλυσίδα σε ρολόι τσέπης [ΛΚΝ] *) π.χ.: Σταυρός με χρυσή καδένα....
- ΚΑΗΜΟΣ, ο...καημός, ο 1. griechische Definitionen:...
- ΚΑΘ’...καθ’ = κατά (μπροστά από λέξη που παλαιότερα είχε δασεία) [ΛΜΠ] 1.1. καθ’ ημάς (συνήθως με άρθρο: "η καθ’ ημάς" {= η δική μας,...
- ΚΑΘ’ (Ε)ΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό // ΚΑΘΑΥΤΟ [bzw.] ΚΑΘΕΑΥΤΟ...καθ’ (ε)αυτόν, -ήν, -ό // καθ(ε)αυτό [bzw. (wohl mehr oder weniger synonym):] καθαυτόν, -ήν, -ό [bzw.] καθεαυτόν, -ήν, -ό (με το "αυτός, -ή,...
- ΚΑΘΑΡΕΥΩΝ, -ουσα, -ον...καθαρεύων, -ουσα, -ον Der Ausdruck wird verwendet von Α. Μάνεσης:...
- ΚΑΘΑΡΙΖΩ...καθαρίζω • Η συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ δεν απέδωσε και ο υποψήφιος της Ν.Δ. καθάρισε με την πρώτη. * • Ο εκλεκτός [= υποψήφιος] της Ν.Δ....
- ΚΑΘΑΡΟΣ, -ή, -ό...καθαρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) sauber b) klar c) netto [bzw.] Netto-:...
- ΚΑΘΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
- ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθεαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
- ΚΑΘΕΚΑΣΤΑ, τα...καθέκαστα, τα = die Einzelheiten [Pons online] ...
- ΚΑΘΕΣΤΩΣ, το...καθεστώς, το (Gen.: του καθεστώτος // Pl.: τα καθεστώτα / Gen.: των καθεστώτων) 1) das Regime 2) [weitere Bedeutungen]: • Σήμερα ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση,...
- ΚΑΘΕΤΙ...καθετί [αντωνυμία (Pronomen)] = κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΜΠ (BSe s. unten)] [bzw. differenziert ΛΚΝ]: a) χωρίς άρθρο: κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΚΝ] π.χ.:...
- ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθηλωμένος, -η, -ο • όταν έμεινε ακίνητη, καθηλωμένη απ’ τον τρόμο ° wenn sie [= die Frau] reglos, starr vor Angst dasteht [wörtl.:...
- ΚΑΘΗΛΩΝΩ...καθηλώνω • Γύρισε κι είδε μια γυναίκα στα μαύρα, τίποτα πιο κοινό εκ πρώτης όψεως, κι όμως τον καθήλωσε. Er drehte sich um und sah eine Frau in Schwarz,...
- ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθιερωμένος, -η ,-ο 1) üblich [etc.]:...
- ΚΑΘΙΕΡΩΝΩ...καθιερώνω • καθιερωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
- ΚΑΘΙΖΩ...καθίζω Bedeutung: a) Regelfall: [transitiv]: [jemanden (also einen Dritten!)] setzen (vgl. etwa die Grunddefinition bei ΛΚΝ:...