καθ’
= κατά (μπροστά από λέξη που παλαιότερα είχε δασεία) [ΛΜΠ]
1.1. καθ’ ημάς (συνήθως με άρθρο: "η καθ’ ημάς" {= η δική μας, η ελληνική} στη φράση "η καθ’ ημάς ανατολή" κ.ά.) = σύμφωνα με μας, κατά τα δικά μας [ΛΤΣ] – π.χ.:
• Ανάλογα γεγονότα υπάρχουν και στην καθ’ ημάς ιστορία. [ΛΤΣ]
[bzw.]
1.2. τα καθ’ ημάς = τα δικά μας, οι υποθέσεις που μας αφορούν [ΛΜΠ] – π.χ.:
• ας έρθουμε τώρα και στα καθ’ ημάς [ΛΜΠ]
2. καθ’ όλα = ως προς όλα (εννοείται: τα θέματα) [ΛΤΣ]
π.χ.:
• Είναι καθ’ όλα κύριος. [ΛΤΣ] |
--- |
• ένας καθ’ όλα τζέντλεμαν |
ein In-jeder-Hinsicht-Gentleman * / ein Gentleman durch und durch [GF + DF(*) aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• το να πετάς το γάντι αποτελεί μια καθ’ όλα ευγενή συνήθεια |
den Handschuh zu werfen [sc. jemanden zum Duell zu fordern] [,] stelle eine überaus edle Sitte dar [behauptete er] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• χώρος καθ’ όλα επιβλητικός |
ein überaus eindrucksvoller Raum [iS von: Ort] [ist dieses Schloss] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• [...], που λειτουργεί έναν παιδικό σταθμό, καθ’ όλα νόμιμο, [...] |
[… eine diplomierte Kindergärtnerin], die auf völlig legale Weise einen Kindergarten leitet [= betreibt], […] [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] |
• το καθ’ όλα εξαντλημένο, ρημαγμένο και άμορφο απ’ το κλάμα πρόσωπό της |
ihr völlig erschöpftes, vom Weinen zerstörtes, entstelltes Gesicht [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
3. καθ’ όλον (-η, -ο) + Zeitbegriff:
• καθ’ όλο το έτος ° das ganze Jahr über [Pons online]
• καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου ° während des ganzen Jahres [Eigenübersetzung]
• καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας ° während des ganzen Tages [landeten Militärhubschrauber auf dem Flugplatz] [Eigenübersetzung]
4. καθ’ (ε)αυτόν, -ήν, -ό: s. eigenes Stichwort
Weitere Wörter:
- ΙΕΡΕΑΣ, ο...ιερέας, ο Die Begriffe παπάς und ιερέας werden von Ζ....
- ΙΕΡΟΣ, -ή/-ά, -ό...ιερός, -ή/-ά, -ό • η Ιερά Οδός (Gen.: της Ιεράς Οδού / Ακκ.: την Ιερά Οδό) • η Ιερά Σύνοδος (Gen.:...
- ΙΛΙΟΥ ΜΕΛΑΘΡΟΝ, το...Ιλίου Μέλαθρον, το [Anm.: Ιλίου !] (Gen.:...
- ΙΝΔΙΚΟΤΡΟΠΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΙΝΔΟΠΡΕΠΗΣ, -ής, -ές...ινδικότροπος, -η, -ο [bzw.] ινδοπρεπής, -ής, -ές [...] Γι’ αυτό γράφει [ο Χρήστος Κολοκοτρώνης] το "Ινδιάνα μου, γλυκιά (Έλμπι)", (1958),...
- ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ, ο...Ιππόδρομος, ο (Gen.:...
- ΙΣΑ...ίσα ίσα ίσα (που) [bzw.] ίσα-ίσα (που): 1) gerade (eben) noch / ~gerade, dass / genau / ~kaum (dass) Anm.: auch: ίσα που [so etwa ΛΜΠ] (bzw. ίσα ώστε) zB.:...
- ΙΣΑΜΕ...ίσαμε [lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ: alltagssprachliche Präposition] 1) έως, μέχρι [ΛΜΠ / ΛΚΝ (dort auch: ως)] // bis [Pons online]:...
- ΚΑΒΟΥΡΑΣ, ο...κάβουρας, ο 1. Grundbedeutung: der Krebs [Tierart] 2. σαν τον κάβουρα: • Σαν τον κάβουρα προχωρεί; ° Im [sc. Bloß im] Schneckentempo [geht er weiter]?...
- ΚΑΔΕΝΑ, η...καδένα, η = a) αλυσίδα που χρησιμοποιείται ως κόσμημα στο λαιμό ή στο χέρι * // b) η αλυσίδα σε ρολόι τσέπης [ΛΚΝ] *) π.χ.: Σταυρός με χρυσή καδένα....
- ΚΑΗΜΟΣ, ο...καημός, ο 1. griechische Definitionen:...
- ΚΑΘ’ (Ε)ΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό // ΚΑΘΑΥΤΟ [bzw.] ΚΑΘΕΑΥΤΟ...καθ’ (ε)αυτόν, -ήν, -ό // καθ(ε)αυτό [bzw. (wohl mehr oder weniger synonym):] καθαυτόν, -ήν, -ό [bzw.] καθεαυτόν, -ήν, -ό (με το "αυτός, -ή,...
- ΚΑΘΑΡΕΥΩΝ, -ουσα, -ον...καθαρεύων, -ουσα, -ον Der Ausdruck wird verwendet von Α. Μάνεσης:...
- ΚΑΘΑΡΙΖΩ...καθαρίζω • Η συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ δεν απέδωσε και ο υποψήφιος της Ν.Δ. καθάρισε με την πρώτη. * • Ο εκλεκτός [= υποψήφιος] της Ν.Δ....
- ΚΑΘΑΡΟΣ, -ή, -ό...καθαρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) sauber b) klar c) netto [bzw.] Netto-:...
- ΚΑΘΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
- ΚΑΘΕ...κάθε 1. Grundbedeutung: jeder, -e, -es 2. κάθε πότε ° πόσο συχνά [ΛΔΗ] // wie oft [Pons] π.χ.: • Κάθε πότε πηγαίνεις στο θέατρο; [ΛΔΗ] 3....
- ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθεαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
- ΚΑΘΕΚΑΣΤΑ, τα...καθέκαστα, τα = die Einzelheiten [Pons online] ...
- ΚΑΘΕΣΤΩΣ, το...καθεστώς, το (Gen.: του καθεστώτος // Pl.: τα καθεστώτα / Gen.: των καθεστώτων) 1) das Regime 2) [weitere Bedeutungen]: • Σήμερα ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση,...