καημός, ο


1. griechische Definitionen:

ΛΚΡ

ΛΚΝ

ΛΜΠ

a) λύπη που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία

a) μεγάλη στενοχώρια που διαρκεί πολύ και που προ­καλεί μεγάλη ψυχική φθορά

a) η έντονη λύπη, ο ψυχικός πόνος

π.χ.

• το είχε μεγάλο καημό που δε σπούδασε



π.χ.

• Mεγάλος / αβάσταχτος / αγιάτρευτος / κρυφός καημός.

• Tον γέρασαν οι καημοί και τα βάσανα.

___________

με γενική που δηλώνει την αιτία που προκαλεί τον καημό:

• Tον έφαγε ο καημός του παιδιού του.

• Πολλοί ποιητές τραγούδησαν τους καημούς της θάλασσας.

π.χ.

• έχει μεγάλο καημό που δεν πέρασε το παιδί στις εξετάσεις

• έχει τον καημό τού γιου της, που έφυγε στα ξένα

• βαρύς / αβάσταχτος ο καημός τής ξενιτειάς


b) έντονη επιθυμία

b) μεγάλη επιθυμία που μένει για μεγάλο διάστημα ανεκπλήρωτη, συνήθ. σε εκφράσεις:

- το έχω καημό *

- μου φεύγει ο καημός: όταν πραγματοποιείται κάποια επιθυμία μου **

b) το όνειρο, η επιθυμία που μένει απραγματο­ποίητη (συν.: λαχτάρα, πόθος, επιθυμία, έρωτας)

π.χ.

• ο καημός του ήταν να πεθάνει στην πατρίδα του


*) π.χ.

• Tο ’χει καημό να ταξιδέψει στα Iεροσόλυμα.

• Kαημό το ’χω να με βοηθήσεις μια φορά.

**) π.χ.

• Tου αγόρασα το ποδή­λατο για να του φύγει ο καημός.

π.χ.

• καημό το ’χω να το δω αυτό το παιδί να διαβάζει  (δεν διαβάζει ποτέ) 

• αυτή η γυναίκα ήταν ο καημός του τόσα χρόνια




c) η βαθιά λαχτάρα, η έντονη και βασανιστική επιθυμία

π.χ.

• μεγάλο καημό τού άναψε η ματιά της

• γρήγορα του ’φυγε ο καημός για τα ταξίδια

• κρυφός καημός


2. zur Wiedergabe im Deutschen:

Kavafis gibt hier [in dieser Gedichtstelle], wie an vielen anderen Stellen, einem Gefühl Ausdruck, das man mit unter das von Seferis als unübersetzbar bezeichnete Wort vom καημός της Ρωμιοσύνης fassen könnte, was so etwas wie "Schmerz, unerfüllte Sehn­sucht des Griechentums" – des Griechentums mit seiner großen verlorenen Vergan­gen­heit – bedeutet.

[Hans-Christian Günther: Giorgos Seferis (Ein Dichter der griechischen Gegen­wart und Vergan­genheit), Seite 39 (in Zusammenhang mit der Kommentierung eines Gedichts von Kavafis)]

BSe:

a) sehnlicher Wunsch / Sehnsucht:

• είχε καημό να σπουδάσει ένα του γιο αρχαιολόγο

er hatte den sehnlichen Wunsch, einen seiner Söhne Archäologie studieren zu lassen   [GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι]

• "Ο καημός του Αιγαίου"

[bzw.]

"Sehnsucht nach der Ägäis"   [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω (Kapitel­über­schrift)]

• Ώρες-ώρες κάθουμαι [= κάθο­μαι] και αναρωτιέμαι: Πώς μπόρεσα τόσον καιρό και ζω δίχως την ελληνική θάλασσα. Ο καημός του Αιγαίου είναι τούτη η γλυκιά αρρώστια που με μαραζώνει.

Manchmal frage ich mich: wie habe ich es nur schon so lange ausge­halten ohne das griechische Meer? Sehnsucht nach der Ägäis heißt die süße Krankheit, die mich verzehrt. [Feststellung eines aus Lesbos stammenden, in den mazedonischen Bergen einge­setzten Soldaten] 

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]

• Ο καημός του ήλιου μάς έφαγε!

Die Sehnsucht nach der Sonne hat uns ins Verder­ben gestürzt, […]. [sc.: unser Be­dürfnis nach Son­nen­licht hat uns dazu ver­anlasst, uns in die Nähe des Eingangs unseres Unterstandes im Schützengraben zu begeben, wo­durch wir durch den Ein­schlag der feindlichen Rakete teils verletzt, teils getötet wurden] 

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]


b) Kummer:

• Τρώγεται μονάχος με τον καημό του που του ’χει σκάψει το κοκαλιάρικο μούτρο πιότερο παρά η δυστυχία του χαρακώ­μα­τος.

Er [dieser Soldat] verzehrt sich ganz allein in seinem Kummer [sc. ohne mit seinen Kameraden darüber zu reden und ohne mehr als nötig Kontakt mit ihnen zu pfle­gen], der sich tiefer in sein knochiges Ge­sicht gegraben hat als das Elend des [Schützen-]Gra­bens. 

[GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΙΔΙΟΣ, -α, -ο...ίδιος, -α, -ο Übersicht: 1. zur offenkundig synonymen Verwendung von ο ίδιος und μόνος μου (in der Bedeu­tung: ich selbst) 2. ο ίδιος ο ... (η ίδια η ......
  • ΙΕΡΕΑΣ, ο...ιερέας, ο Die Begriffe παπάς und ιερέας werden von Ζ....
  • ΙΕΡΟΣ, -ή/-ά, -ό...ιερός, -ή/-ά, -ό • η Ιερά Οδός (Gen.: της Ιεράς Οδού / Ακκ.: την Ιερά Οδό) • η Ιερά Σύνοδος (Gen.:...
  • ΙΛΙΟΥ ΜΕΛΑΘΡΟΝ, το...Ιλίου Μέλαθρον, το [Anm.: Ιλίου !] (Gen.:...
  • ΙΝΔΙΚΟΤΡΟΠΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΙΝΔΟΠΡΕΠΗΣ, -ής, -ές...ινδικότροπος, -η, -ο [bzw.] ινδοπρεπής, -ής, -ές [...] Γι’ αυτό γράφει [ο Χρήστος Κολοκοτρώνης] το "Ινδιάνα μου, γλυκιά (Έλμπι)", (1958),...
  • ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ, ο...Ιππόδρομος, ο (Gen.:...
  • ΙΣΑ...ίσα ίσα ίσα (που) [bzw.] ίσα-ίσα (που): 1) gerade (eben) noch / ~gerade, dass / genau / ~kaum (dass) Anm.: auch: ίσα που [so etwa ΛΜΠ] (bzw. ίσα ώστε) zB.:...
  • ΙΣΑΜΕ...ίσαμε [lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ: alltagssprachliche Präposition] 1) έως, μέχρι [ΛΜΠ / ΛΚΝ (dort auch: ως)] // bis [Pons online]:...
  • ΚΑΒΟΥΡΑΣ, ο...κάβουρας, ο 1. Grundbedeutung: der Krebs [Tierart] 2. σαν τον κάβουρα: • Σαν τον κάβουρα προχωρεί; ° Im [sc. Bloß im] Schneckentempo [geht er weiter]?...
  • ΚΑΔΕΝΑ, η...καδένα, η = a) αλυσίδα που χρησιμοποιείται ως κόσμημα στο λαιμό ή στο χέρι * // b) η αλυσίδα σε ρολόι τσέπης [ΛΚΝ] *) π.χ.: Σταυρός με χρυσή καδένα....
Nachher:
  • ΚΑΘ’...καθ’ = κατά (μπροστά από λέξη που παλαιότερα είχε δασεία) [ΛΜΠ] 1.1. καθ’ ημάς (συνήθως με άρθρο: "η καθ’ ημάς" {= η δική μας,...
  • ΚΑΘ’ (Ε)ΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό // ΚΑΘΑΥΤΟ [bzw.] ΚΑΘΕΑΥΤΟ...καθ’ (ε)αυτόν, -ήν, -ό // καθ(ε)αυτό [bzw. (wohl mehr oder weniger synonym):] καθαυτόν, -ήν, -ό [bzw.] καθεαυτόν, -ήν, -ό (με το "αυτός, -ή,...
  • ΚΑΘΑΡΕΥΩΝ, -ουσα, -ον...καθαρεύων, -ουσα, -ον Der Ausdruck wird verwendet von Α. Μάνεσης:...
  • ΚΑΘΑΡΙΖΩ...καθαρίζω • Η συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ δεν απέδωσε και ο υποψήφιος της Ν.Δ. καθάρισε με την πρώτη. * • Ο εκλεκτός [= υποψήφιος] της Ν.Δ....
  • ΚΑΘΑΡΟΣ, -ή, -ό...καθαρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) sauber b) klar c) netto [bzw.] Netto-:...
  • ΚΑΘΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕ...κάθε 1. Grundbedeutung: jeder, -e, -es 2. κάθε πότε ° πόσο συχνά [ΛΔΗ] // wie oft [Pons] π.χ.: • Κάθε πότε πηγαίνεις στο θέατρο; [ΛΔΗ] 3....
  • ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθεαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕΚΑΣΤΑ, τα...καθέκαστα, τα = die Einzelheiten [Pons online] ...