καδένα, η


=  a) αλυσίδα που χρησιμοποιείται ως κόσμημα στο λαιμό ή στο χέρι *  //  b) η αλυσίδα σε ρολόι τσέπης    [ΛΚΝ]

       *) π.χ.: Σταυρός με χρυσή καδένα.  [ΛΚΝ]

Weitere Wörter:

Vorher
  • ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ, -η, -ο...ιδιαίτερος, -η, -ο • δεν την βόλευε κι ιδιαίτερα με την κοιλιά που είχε ° das war mit ihrem Bauch auch alles andere als bequem [für sie] gewesen [sc.:...
  • ΙΔΙΟΣ, -α, -ο...ίδιος, -α, -ο Übersicht: 1. zur offenkundig synonymen Verwendung von ο ίδιος und μόνος μου (in der Bedeu­tung: ich selbst) 2. ο ίδιος ο ... (η ίδια η ......
  • ΙΕΡΕΑΣ, ο...ιερέας, ο Die Begriffe παπάς und ιερέας werden von Ζ....
  • ΙΕΡΟΣ, -ή/-ά, -ό...ιερός, -ή/-ά, -ό • η Ιερά Οδός (Gen.: της Ιεράς Οδού / Ακκ.: την Ιερά Οδό) • η Ιερά Σύνοδος (Gen.:...
  • ΙΛΙΟΥ ΜΕΛΑΘΡΟΝ, το...Ιλίου Μέλαθρον, το [Anm.: Ιλίου !] (Gen.:...
  • ΙΝΔΙΚΟΤΡΟΠΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΙΝΔΟΠΡΕΠΗΣ, -ής, -ές...ινδικότροπος, -η, -ο [bzw.] ινδοπρεπής, -ής, -ές [...] Γι’ αυτό γράφει [ο Χρήστος Κολοκοτρώνης] το "Ινδιάνα μου, γλυκιά (Έλμπι)", (1958),...
  • ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ, ο...Ιππόδρομος, ο (Gen.:...
  • ΙΣΑ...ίσα ίσα ίσα (που) [bzw.] ίσα-ίσα (που): 1) gerade (eben) noch / ~gerade, dass / genau / ~kaum (dass) Anm.: auch: ίσα που [so etwa ΛΜΠ] (bzw. ίσα ώστε) zB.:...
  • ΙΣΑΜΕ...ίσαμε [lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ: alltagssprachliche Präposition] 1) έως, μέχρι [ΛΜΠ / ΛΚΝ (dort auch: ως)] // bis [Pons online]:...
  • ΚΑΒΟΥΡΑΣ, ο...κάβουρας, ο 1. Grundbedeutung: der Krebs [Tierart] 2. σαν τον κάβουρα: • Σαν τον κάβουρα προχωρεί; ° Im [sc. Bloß im] Schneckentempo [geht er weiter]?...
Nachher:
  • ΚΑΗΜΟΣ, ο...καημός, ο 1. griechische Definitionen:...
  • ΚΑΘ’...καθ’ = κατά (μπροστά από λέξη που παλαιότερα είχε δασεία) [ΛΜΠ] 1.1. καθ’ ημάς (συνήθως με άρθρο: "η καθ’ ημάς" {= η δική μας,...
  • ΚΑΘ’ (Ε)ΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό // ΚΑΘΑΥΤΟ [bzw.] ΚΑΘΕΑΥΤΟ...καθ’ (ε)αυτόν, -ήν, -ό // καθ(ε)αυτό [bzw. (wohl mehr oder weniger synonym):] καθαυτόν, -ήν, -ό [bzw.] καθεαυτόν, -ήν, -ό (με το "αυτός, -ή,...
  • ΚΑΘΑΡΕΥΩΝ, -ουσα, -ον...καθαρεύων, -ουσα, -ον Der Ausdruck wird verwendet von Α. Μάνεσης:...
  • ΚΑΘΑΡΙΖΩ...καθαρίζω • Η συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ δεν απέδωσε και ο υποψήφιος της Ν.Δ. καθάρισε με την πρώτη. * • Ο εκλεκτός [= υποψήφιος] της Ν.Δ....
  • ΚΑΘΑΡΟΣ, -ή, -ό...καθαρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) sauber b) klar c) netto [bzw.] Netto-:...
  • ΚΑΘΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕ...κάθε 1. Grundbedeutung: jeder, -e, -es 2. κάθε πότε ° πόσο συχνά [ΛΔΗ] // wie oft [Pons] π.χ.: • Κάθε πότε πηγαίνεις στο θέατρο; [ΛΔΗ] 3....
  • ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθεαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...