καθαρίζω


• Η συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ δεν απέδωσε και ο υποψήφιος της Ν.Δ. καθάρισε με την πρώτη. *

• Ο εκλεκτός [= υποψήφιος] της Ν.Δ. καθάρισε με την πρώτη και άνετα. *

*[jeweils der Kommentar zum Ergebnis der Wahlen in einem νομός Griechen­lands, bei denen der Kandidat der Νέα Δημοκρατία ohne Stichwahl (im ersten Wahlgang) die absolute Mehrheit erzielte, damit zum νομάρχης gewählt wurde, und der Kandidat des Wahlbündnisses ΠΑΣΟΚ – ΣΥΝ unterlag]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΙΝΔΙΚΟΤΡΟΠΟΣ, -η, -ο [bzw.] ΙΝΔΟΠΡΕΠΗΣ, -ής, -ές...ινδικότροπος, -η, -ο [bzw.] ινδοπρεπής, -ής, -ές [...] Γι’ αυτό γράφει [ο Χρήστος Κολοκοτρώνης] το "Ινδιάνα μου, γλυκιά (Έλμπι)", (1958),...
  • ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ, ο...Ιππόδρομος, ο (Gen.:...
  • ΙΣΑ...ίσα ίσα ίσα (που) [bzw.] ίσα-ίσα (που): 1) gerade (eben) noch / ~gerade, dass / genau / ~kaum (dass) Anm.: auch: ίσα που [so etwa ΛΜΠ] (bzw. ίσα ώστε) zB.:...
  • ΙΣΑΜΕ...ίσαμε [lt. ΛΜΠ und ΛΚΝ: alltagssprachliche Präposition] 1) έως, μέχρι [ΛΜΠ / ΛΚΝ (dort auch: ως)] // bis [Pons online]:...
  • ΚΑΒΟΥΡΑΣ, ο...κάβουρας, ο 1. Grundbedeutung: der Krebs [Tierart] 2. σαν τον κάβουρα: • Σαν τον κάβουρα προχωρεί; ° Im [sc. Bloß im] Schneckentempo [geht er weiter]?...
  • ΚΑΔΕΝΑ, η...καδένα, η = a) αλυσίδα που χρησιμοποιείται ως κόσμημα στο λαιμό ή στο χέρι * // b) η αλυσίδα σε ρολόι τσέπης [ΛΚΝ] *) π.χ.: Σταυρός με χρυσή καδένα....
  • ΚΑΗΜΟΣ, ο...καημός, ο 1. griechische Definitionen:...
  • ΚΑΘ’...καθ’ = κατά (μπροστά από λέξη που παλαιότερα είχε δασεία) [ΛΜΠ] 1.1. καθ’ ημάς (συνήθως με άρθρο: "η καθ’ ημάς" {= η δική μας,...
  • ΚΑΘ’ (Ε)ΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό // ΚΑΘΑΥΤΟ [bzw.] ΚΑΘΕΑΥΤΟ...καθ’ (ε)αυτόν, -ήν, -ό // καθ(ε)αυτό [bzw. (wohl mehr oder weniger synonym):] καθαυτόν, -ήν, -ό [bzw.] καθεαυτόν, -ήν, -ό (με το "αυτός, -ή,...
  • ΚΑΘΑΡΕΥΩΝ, -ουσα, -ον...καθαρεύων, -ουσα, -ον Der Ausdruck wird verwendet von Α. Μάνεσης:...
Nachher:
  • ΚΑΘΑΡΟΣ, -ή, -ό...καθαρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) sauber b) klar c) netto [bzw.] Netto-:...
  • ΚΑΘΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕ...κάθε 1. Grundbedeutung: jeder, -e, -es 2. κάθε πότε ° πόσο συχνά [ΛΔΗ] // wie oft [Pons] π.χ.: • Κάθε πότε πηγαίνεις στο θέατρο; [ΛΔΗ] 3....
  • ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθεαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕΚΑΣΤΑ, τα...καθέκαστα, τα = die Einzelheiten [Pons online] ...
  • ΚΑΘΕΣΤΩΣ, το...καθεστώς, το (Gen.: του καθεστώτος // Pl.: τα καθεστώτα / Gen.: των καθεστώτων) 1) das Regime 2) [weitere Bedeutungen]: • Σήμερα ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση,...
  • ΚΑΘΕΤΙ...καθετί [αντωνυμία (Pronomen)] = κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΜΠ (BSe s. unten)] [bzw. differenziert ΛΚΝ]: a) χωρίς άρθρο: κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθηλωμένος, -η, -ο • όταν έμεινε ακίνητη, καθηλωμένη απ’ τον τρόμο ° wenn sie [= die Frau] reglos, starr vor Angst dasteht [wörtl.:...
  • ΚΑΘΗΛΩΝΩ...καθηλώνω • Γύρισε κι είδε μια γυναίκα στα μαύρα, τίποτα πιο κοινό εκ πρώτης όψεως, κι όμως τον καθήλωσε. Er drehte sich um und sah eine Frau in Schwarz,...