καθηλωμένος, -η, -ο


• όταν έμεινε ακίνητη, καθηλωμένη απ’ τον τρόμο  °  wenn sie [= die Frau] reglos, starr vor Angst dasteht [wörtl.: als sie … dastand]   [GF+DF aus: Truffaut]

• έμενε καθηλωμένο εκεί  °  er [der Vogel / το πουλί] blieb wie angewurzelt [dort] sitzen [sc. er flog nicht (aus Scheu) davon]   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΘ’ (Ε)ΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό // ΚΑΘΑΥΤΟ [bzw.] ΚΑΘΕΑΥΤΟ...καθ’ (ε)αυτόν, -ήν, -ό // καθ(ε)αυτό [bzw. (wohl mehr oder weniger synonym):] καθαυτόν, -ήν, -ό [bzw.] καθεαυτόν, -ήν, -ό (με το "αυτός, -ή,...
  • ΚΑΘΑΡΕΥΩΝ, -ουσα, -ον...καθαρεύων, -ουσα, -ον Der Ausdruck wird verwendet von Α. Μάνεσης:...
  • ΚΑΘΑΡΙΖΩ...καθαρίζω • Η συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ δεν απέδωσε και ο υποψήφιος της Ν.Δ. καθάρισε με την πρώτη. * • Ο εκλεκτός [= υποψήφιος] της Ν.Δ....
  • ΚΑΘΑΡΟΣ, -ή, -ό...καθαρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) sauber b) klar c) netto [bzw.] Netto-:...
  • ΚΑΘΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕ...κάθε 1. Grundbedeutung: jeder, -e, -es 2. κάθε πότε ° πόσο συχνά [ΛΔΗ] // wie oft [Pons] π.χ.: • Κάθε πότε πηγαίνεις στο θέατρο; [ΛΔΗ] 3....
  • ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθεαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
  • ΚΑΘΕΚΑΣΤΑ, τα...καθέκαστα, τα = die Einzelheiten [Pons online] ...
  • ΚΑΘΕΣΤΩΣ, το...καθεστώς, το (Gen.: του καθεστώτος // Pl.: τα καθεστώτα / Gen.: των καθεστώτων) 1) das Regime 2) [weitere Bedeutungen]: • Σήμερα ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση,...
  • ΚΑΘΕΤΙ...καθετί [αντωνυμία (Pronomen)] = κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΜΠ (BSe s. unten)] [bzw. differenziert ΛΚΝ]: a) χωρίς άρθρο: κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΚΝ] π.χ.:...
Nachher:
  • ΚΑΘΗΛΩΝΩ...καθηλώνω • Γύρισε κι είδε μια γυναίκα στα μαύρα, τίποτα πιο κοινό εκ πρώτης όψεως, κι όμως τον καθήλωσε. Er drehte sich um und sah eine Frau in Schwarz,...
  • ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθιερωμένος, -η ,-ο 1) üblich [etc.]:...
  • ΚΑΘΙΕΡΩΝΩ...καθιερώνω • καθιερωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
  • ΚΑΘΙΖΩ...καθίζω Bedeutung: a) Regelfall: [transitiv]: [jemanden (also einen Dritten!)] setzen (vgl. etwa die Grunddefinition bei ΛΚΝ:...
  • ΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...καθίσταμαι Passivform von καθιστώ ...
  • ΚΑΘΙΣΤΩ...καθιστώ (-άς) 1) [Aktiv:] machen: • η στάση του τον καθιστά ύποπτο ° seine Einstellung macht ihn verdächtig • Είναι τελείως λάθος,...
  • ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...καθολικός, -ή, -ό 1) katholisch 2) allgemein / umfassend: • [...] και παρακίνησαν τον άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την ελευθερία του ° [......
  • ΚΑΘΟΛΟΥ...καθόλου [επίρρημα / Adverb] 1) [gegebenenfalls mit Verneinung]: überhaupt nicht / ganz und gar nicht / nicht im Mindes­ten / wirklich nicht [etc.] zB.:...
  • ΚΑΘΟΜΑΙ...κάθομαι Übersicht: 1. zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc. 4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά 5.1....