καθόλου

[επίρρημα / Adverb]


1) [gegebenenfalls mit Verneinung]: überhaupt nicht / ganz und gar nicht / nicht im Mindes­ten / wirklich nicht [etc.]  

zB.:

• Κάποιοι δεν πήγαν καθόλου για ύπνο.

Manche (Einige) gingen überhaupt nicht schlafen. [sondern feierten die ganze Nacht]

[Eigenübersetzung]

• Δεν αισθάνεται καθόλου κουρασμένη, μάλλον το αντίθετο: ευδιάθετη, σε υπερένταση.

Sie fühlt sich kein bisschen müde, eher im Gegenteil: Aufgekratzt, überdreht.

[DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]

• [...] πως η ιδιοσυγκρασία του Βολφ δεν ήτανε καθόλου γερμανική

[…], dass Wolfs Mentalität alles andere als deutsch war

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Θεέ μου, σταμάτα πια. Δεν έχω καθόλου κέφι για κήρυγμα περί σύγχρονης κοινω­νίας.

Oh, God, would you please lighten up? I'm really not in the mood to hear a review of contemporary society again.  

[bzw.]

Oh Gott, kannst du nicht damit aufhö­ren? [sc.: mir von den Ungerechtigkeiten auf der Welt zu erzählen] Ich bin wirklich nicht in der Stimmung, mir wieder eine Kritik der zeit­genössischen Gesellschaft anzu­hö­ren.

[DF (Ton), EF (Ton und Untertitel) + GF (Untertitel) aus dem Film "Hannah und ihre Schwestern"]

• Δεν ξέρω αν παίζεις ή είσαι σοβαρός – κάτι ώρες δεν το ξέρω καθόλου.

Ich weiß manchmal nicht, ob du [männl.] spielst oder ob du es ernst meinst – ich weiß es manchmal wirk­lich nicht.

[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Δεν είναι καθόλου άσχημο.

Das ist aber wirklich nicht schlecht. [sc. die eben von Ihnen (Hitchcock) erzählte Hand­lung eines Ihrer (nicht realisierten) Film­pro­jekte]      [GF+DF aus: Truffaut]

• [...], ενώ οι Γάλλοι κι οι Βρετανοί δεν έδειχναν καθόλου υπομονή, κι οι Ιταλοί έδειχναν λίγη

[…]; während [anders als die Griechen] die Franzo­sen und Briten keinerlei* Geduld [mit den Einheimi­schen in Afrika] auf­brach­ten, [und] die Italiener nur wenig

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

*[Anm.: Übersetzungsalternative: überhaupt keine]

• Δεν ήξερε καθόλου πως το ίδιο έκανε κι ο πατέρας του όταν [...]

Er hatte nicht die geringste Ahnung, dass sein Vater dasselbe getan hatte, als er […]

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• αλλά η Φάννη δεν ενδιαφερόταν καθόλου να μάθει ποιος ήταν ο Μουσολίνι

doch Fannie hatte nicht das geringste Interesse da­ran, zu erfahren, wer Mussolini war    [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• [...] και πόσο παράξενο ήταν που έμοιαζε να τον ξέρει από πάντα χωρίς να τον ξέρει καθόλου.

[…] und wie merkwürdig es war, dass er ihn [= seinen Studienkollegen] schon immer zu kennen schien, ohne ihn [jedoch] im geringsten zu kennen.

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Όλο το χειμώνα δεν αρρώστησα καθόλου.

Den ganzen Winter hindurch wurde ich nie krank.  [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand] 

• Ακολουθήστε με, αλλά μην κάνετε καθόλου φασα­ρία, θα φύγουν!

Folgt mir, aber macht ja keinen Lärm, sonst laufen sie [= die Hasen] weg!    [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Αλλά ο Ρασκόλνικοφ δεν κουνήθηκε καθόλου.

Aber Raskolnikov rührte sich nicht vom Fleck.    [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ]

• δεν πήγε καθόλου στο Αζ-Ζαμαλίκ

er setzte keinen Fuß nach [= in das Kairoer Stadt­viertel] As-Zamalik

[GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• Μερικές πέστροφες βρίσκονταν στο τέλμα χωρίς να κινούνται σχεδόν καθόλου.

Ein paar Forellen standen in den Tümpeln und bewegten sich kaum [sc. fast über­haupt nicht].   [DF+GF aus: Haushofer: Die Wand]


2) Sonstiges:

• Αν έχεις καθόλου ελεύθερο χρόνο ...  °  Well, if you have some free time …? [Ton und Untertitel] [bzw.] Hast du etwas Zeit …? [Untertitel] [bzw.] Wenn du vielleicht etwas Zeit hast …? [gesprochen in fragendem Tonfall] [Ton (SZ selbst)] [gemeint: "… dann neh­me ich dein Angebot gerne an, mir (den Weg zu) eine(r) Buchhandlung zu zeigen, die sich hier in der Nähe befindet]    [DF, EF + GF (Untertitel) aus dem Film "Hannah und ihre Schwestern" (drei Punkte jeweils im Original)]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΑΘΕΣΤΩΣ, το...καθεστώς, το (Gen.: του καθεστώτος // Pl.: τα καθεστώτα / Gen.: των καθεστώτων) 1) das Regime 2) [weitere Bedeutungen]: • Σήμερα ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση,...
  • ΚΑΘΕΤΙ...καθετί [αντωνυμία (Pronomen)] = κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΜΠ (BSe s. unten)] [bzw. differenziert ΛΚΝ]: a) χωρίς άρθρο: κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΚΝ] π.χ.:...
  • ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθηλωμένος, -η, -ο • όταν έμεινε ακίνητη, καθηλωμένη απ’ τον τρόμο ° wenn sie [= die Frau] reglos, starr vor Angst dasteht [wörtl.:...
  • ΚΑΘΗΛΩΝΩ...καθηλώνω • Γύρισε κι είδε μια γυναίκα στα μαύρα, τίποτα πιο κοινό εκ πρώτης όψεως, κι όμως τον καθήλωσε. Er drehte sich um und sah eine Frau in Schwarz,...
  • ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθιερωμένος, -η ,-ο 1) üblich [etc.]:...
  • ΚΑΘΙΕΡΩΝΩ...καθιερώνω • καθιερωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
  • ΚΑΘΙΖΩ...καθίζω Bedeutung: a) Regelfall: [transitiv]: [jemanden (also einen Dritten!)] setzen (vgl. etwa die Grunddefinition bei ΛΚΝ:...
  • ΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...καθίσταμαι Passivform von καθιστώ ...
  • ΚΑΘΙΣΤΩ...καθιστώ (-άς) 1) [Aktiv:] machen: • η στάση του τον καθιστά ύποπτο ° seine Einstellung macht ihn verdächtig • Είναι τελείως λάθος,...
  • ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...καθολικός, -ή, -ό 1) katholisch 2) allgemein / umfassend: • [...] και παρακίνησαν τον άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την ελευθερία του ° [......
Nachher:
  • ΚΑΘΟΜΑΙ...κάθομαι Übersicht: 1. zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc. 4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά 5.1....
  • ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ, η...καθομιλουμένη, η = die Umgangssprache [Pons online; Langenscheidt online] ...
  • ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [je­man­den] aufhalten ...
  • ΚΑΘΩΣ...καθώς Bedeutungsübersicht:...
  • ΚΑΙ...και Übersicht: 1. Grundbedeutungen // Zu seinen verschiedenen Bedeutungen 2. Fallgruppen, in denen es weder "und" noch "auch" bedeutet [allgemein]:...
  • ΚΑΙΑΔΑΣ, ο...Καιάδας, ο s. zB. Νατσ., σ. 238 // Σιέττος: Ανθολόγιον, σ. 145 ...
  • ΚΑΙΓΩ...καίγω vgl. καίω ...
  • ΚΑΙΡΟΣ, ο...καιρός, ο Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. σε λίγο καιρό 3. από καιρό 4. μετά από καιρό 5. από καιρό σε καιρό 6. κατά καιρούς 7. πάει καιρός που ... 8....
  • ΚΑΙΩ...καίω [Anm.: statt καίω auch (wohl nur selten): καίγω (verzeichnet zB. bei ΛΜΠ und ΛΚΝ, nicht aber bei Ιορδανίδου und neurolingo.gr)] Übersicht: 1....