καθιερωμένος, -η ,-ο
1) üblich [etc.]:
• αντίθετα από την καθιερωμένη συνήθεια ° entgegen der üblichen Gepflogenheit (Gewohnheit) [Eigenübersetzung]
• Οι λύκοι όχι με τον καθιερωμένο φόρτο, όχι απαραιτήτως ως εχθροί, μα [...] ° Die Wölfe, nicht mit dem üblichen schlechten Leumund, der ihnen vorausgeht, nicht unbedingt als Feinde, sondern […] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• στο καθιερωμένο δωμάτιο ° in dem seit eh und je dafür [sc. für eine bestimmte Zeremonie] bestimmten Zimmer [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
2) etabliert:
• οι καθιερωμένες εταιρείες ° die [am Markt] etablierten Firmen (= Unternehmen) [Eigenübersetzung]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΚΑΘΑΡΙΖΩ...καθαρίζω • Η συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ δεν απέδωσε και ο υποψήφιος της Ν.Δ. καθάρισε με την πρώτη. * • Ο εκλεκτός [= υποψήφιος] της Ν.Δ....
- ΚΑΘΑΡΟΣ, -ή, -ό...καθαρός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) sauber b) klar c) netto [bzw.] Netto-:...
- ΚΑΘΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
- ΚΑΘΕ...κάθε 1. Grundbedeutung: jeder, -e, -es 2. κάθε πότε ° πόσο συχνά [ΛΔΗ] // wie oft [Pons] π.χ.: • Κάθε πότε πηγαίνεις στο θέατρο; [ΛΔΗ] 3....
- ΚΑΘΕΑΥΤΟΝ, -ήν, -ό...καθεαυτόν, -ήν, -ό s. hier (Pkt. B) ...
- ΚΑΘΕΚΑΣΤΑ, τα...καθέκαστα, τα = die Einzelheiten [Pons online] ...
- ΚΑΘΕΣΤΩΣ, το...καθεστώς, το (Gen.: του καθεστώτος // Pl.: τα καθεστώτα / Gen.: των καθεστώτων) 1) das Regime 2) [weitere Bedeutungen]: • Σήμερα ζούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση,...
- ΚΑΘΕΤΙ...καθετί [αντωνυμία (Pronomen)] = κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΜΠ (BSe s. unten)] [bzw. differenziert ΛΚΝ]: a) χωρίς άρθρο: κάθε πράγμα, οτιδήποτε [ΛΚΝ] π.χ.:...
- ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...καθηλωμένος, -η, -ο • όταν έμεινε ακίνητη, καθηλωμένη απ’ τον τρόμο ° wenn sie [= die Frau] reglos, starr vor Angst dasteht [wörtl.:...
- ΚΑΘΗΛΩΝΩ...καθηλώνω • Γύρισε κι είδε μια γυναίκα στα μαύρα, τίποτα πιο κοινό εκ πρώτης όψεως, κι όμως τον καθήλωσε. Er drehte sich um und sah eine Frau in Schwarz,...
Nachher:
- ΚΑΘΙΕΡΩΝΩ...καθιερώνω • καθιερωμένος, -η, -ο: s. eigenes Stichwort ...
- ΚΑΘΙΖΩ...καθίζω Bedeutung: a) Regelfall: [transitiv]: [jemanden (also einen Dritten!)] setzen (vgl. etwa die Grunddefinition bei ΛΚΝ:...
- ΚΑΘΙΣΤΑΜΑΙ...καθίσταμαι Passivform von καθιστώ ...
- ΚΑΘΙΣΤΩ...καθιστώ (-άς) 1) [Aktiv:] machen: • η στάση του τον καθιστά ύποπτο ° seine Einstellung macht ihn verdächtig • Είναι τελείως λάθος,...
- ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, -ή, -ό...καθολικός, -ή, -ό 1) katholisch 2) allgemein / umfassend: • [...] και παρακίνησαν τον άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την ελευθερία του ° [......
- ΚΑΘΟΛΟΥ...καθόλου [επίρρημα / Adverb] 1) [gegebenenfalls mit Verneinung]: überhaupt nicht / ganz und gar nicht / nicht im Mindesten / wirklich nicht [etc.] zB.:...
- ΚΑΘΟΜΑΙ...κάθομαι Übersicht: 1. zur Grammatik 2. Grundbedeutungen 3. Ausdruck eines Bleibens, Verharrens, Untätigseins etc. 4. κάθομαι φρόνιμα [bzw.] κάθομαι καλά 5.1....
- ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗ, η...καθομιλουμένη, η = die Umgangssprache [Pons online; Langenscheidt online] ...
- ΚΑΘΥΣΤΕΡΩ...καθυστερώ (-είς) 1) sich verspäten 2) sich verzögern 3) [jemanden] aufhalten ...